του Κωνσταντίνου Κουτούμπα
Υπ. διδ. Θεολογίας Α.Π.Θ.,
Η Εορτή των Εισοδίων αποτελεί μια από τις θεομητορικές εορτές, αυτές δηλαδή που αφορούν το Πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου, οι οποίες μαζί με τις Δεσποτικές εορτές, δηλαδή αυτές που αφορούν το πρόσωπο του Δεσπότου Χριστού, έχουν ως αφορμή όλα τα μεγάλα γεγονότα του σωτηριώδους έργου της Θείας Οικονομίας.
Κύρια και πρώτη δεσποτική εορτή, η Κυριακή, αντικαθιστά το Εβραϊκό Σάββατο και γίνεται η κατεξοχήν ευχαριστιακή ημέρα, η μέρα κατά την οποία βιώνεται το μήνυμα της Αναστάσεως. Από τον 2ο έως και τον 12ο μ. Χ. αιώνα ο κοσμικός χρόνος πλαισιώνεται σταδιακά από εκκλησιαστικές εορτές που αντικατέστησαν άλλες, κυρίως ειδωλολατρικές. Γύρω από την Κυριακή ημέρα διαμορφώνεται το σύνολο των Εκκλησιαστικών εορτών, κατά τις οποίες βιώνεται η εορτή μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό παρόν, ως γεγονός του σήμερα, επαναλαμβανόμενο πραγματικά και μυστηριακά[1]. Κατά αυτό τον τρόπο η Εκκλησία πολύ σοφά αντικατέστησε τον κοσμικό χρόνο και το ημερολόγιο με το εορτολόγιο, ώστε ‘‘ὅλος ὁ βίος τοῦ πιστοῦ’’ να ‘‘γίνεται μιὰ διαρκὴς ἑορτή’’ επισημαίνει ο αείμνηστος καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης[2].
Στην παρούσα εισήγηση θα αναφερθούμε στην ιστορική πορεία της εορτής των Εισοδίων, το ιστορικό και θεολογικό της υπόβαθρο, τον τόπο και χρόνο όπου καθιερώνεται. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στο πως αυτή συνδέεται με το σεπτό εικόνισμα της Εικονιστρίας, στη λειτουργική παράδοση της Σκιάθου.
Έχοντας ως αφετηρία, όπως προείπαμε, την αναστάσιμη ημέρα της Κυριακής, και την κατεξοχήν εόρτιο ημέρα του Πάσχα, η Εκκλησία σταδιακά εμπλουτίζει το Έτος με Εορτές οι οποίες διακρίνονται σε δύο κύριες ομάδες.
Στον κινητό εορτολογικό κύκλο, όπου εντάσσονται οι εορτές που καθιερώθηκαν με βάση το ιουδαϊκό σεληνιακό ημερολόγιο και αντικατέστησαν ιουδαϊκές εορτές. Αυτές είναι η εορτή του Πάσχα με τον σύνολο των εορτών που εξαρτήθηκαν γύρω από αυτή, πριν και μετά έως την Πεντηκοστή[3].
Στον ακίνητο εορτολογικό κύκλο, όπου εντάσσονται οι εορτές εκείνες που θεσπίστηκαν σε σταθερή συμβατική ημερομηνία του ρωμαϊκού ηλιακού ημερολογίου. Έτσι Τα Θεοφάνεια αρχικά και κατόπιν τα Χριστούγεννα τοποθετήθηκαν στη θέση ειδωλολατρικών εορτών που συνδεόταν με το χειμερινό ηλιοστάσιο (22 Δεκεμβρίου) και την υποδοχή του Θεού Ηλίου. Η εορτή των Χριστουγέννων θεσπίζεται στη δύση τον 3ο με 4ον αιώνα και από εκεί εισέρχεται στην ανατολή τον 4ο με 5ον αιώνα, ως κοινή εορτή της Χριστιανοσύνης. Αρχικά συνεορτάζονταν τα Χριστούγεννα μαζί με τα Θεοφάνεια, είτε στις 25 Δεκεμβρίου, είτε στις 6 Ιανουαρίου, έως ότου διαχωρίστηκαν σε δύο ανεξάρτητες εορτές. Έχοντας εξωτερική μόνο σχέση με τις ειδωλολατρικές εορτές έδωσαν στις τελευταίες νέο περιεχόμενο, ως εορτή του Νοητού Ηλίου της Δικαιοσύνης, του Χριστού[4].
Κοντά σε αυτές θεσπίστηκαν και δευτερεύουσες εορτές με βάση χρονολογική πλέον σειρά στα πλαίσια του έτους και της ανακύκλησης του κοσμικού χρόνου. Εν παραδείγματι η Περιτομή (8 ημέρες μετά τα Χριστούγεννα) και η Υπαπαντή(40 ημέρες μετά). Αλλά και Θεομητορικές εορτές και του Προδρόμου[5]. Η εορτή του Ευαγγελισμού τοποθετήθηκε 9 μήνες πριν τα Χριστούγεννα (25 Μαρτίου), τα Γενέθλια του Προδρόμου 24 Ιουνίου και η Σύλληψή του 23 Σεπτεμβρίου, ώστε να προηγείται η κυοφορία της Αγίας Ελισάβετ κατά έξι μήνες από την κυοφορία της Παναγίας, όπως αναφέρει και ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Αλλά και η Σύλληψη της Παναγίας 9 Δεκεμβρίου προηγείται των Γενεθλίων της κατά εννέα μήνες (8 Σεπτεμβρίου). Και κοντά σε αυτά βλέπουμε ότι ενώ μέσα σε ένα εκκλησιαστικό έτος (1η Σεπτέμβριου-31 Αυγούστου) ο πιστός ξαναζεί όλα τα κοσμοσωτήρια γεγονότα από τη Γέννηση της Παναγίας έως την Κοιμησή της, τα στενά πλαίσια του χρόνου καταργούνται αφού ως άνω εορτές συνδέουν δύο κοσμικά έτη.
Ωστόσο κάποιες εορτές καθιερώθηκαν να τελούνται την ημέρα κατά την οποία έλαβαν χώρα τα Εγκαίνια μεγάλων ναών που ανεγείρονταν στα θρησκευτικά κέντρα της ρωμιοσύνης. Στους Αγίους Τόπους, σε τοποθεσίες όπου είχαν λάβει χώρα τα ίδια τα γεγονότα της Θείας οικονομίας, όπως ο Ευαγγελισμός, τα Εισόδια και η Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, η Μεταμόρφωση του Χριστού και η Ύψωση του Σταυρού[6], αλλά και στα σημεία όπου μαρτύρησαν ή ασκήθηκαν κατόπιν μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας.
Ειδικότερα, ως προς τις Θεομητορικές εορτές, η τιμή στο πρόσωπο της Θεοτόκου υφίστατο ήδη από την εποχή των Αποστόλων. Οι Εορτές αυτές όμως άρχισαν να εμφανίζονται μόλις τον 4ο μ.Χ. αιώνα και να θεσμοθετούνται μετά τον 5ον αιώνα. Αυτό συνέβη εξαιτίας του αγώνα της Εκκλησίας να αποφύγει δύο αντίρροπες εκτροπές. Αφ᾿ ενός μεν την σύγχυση με την ειδωλολατρεία με το να θεωρηθεί η Θεοτόκος θεότητα και αφ᾿ ετέρου τις μαριολογικές αιρέσεις, που άμβλυναν το πρόσωπο της Παναγίας και το ρόλο της στη Θεία Οικονομία[7]. Θυμίζουμε ότι η Εκκλησία αντέταξε απέναντι στον αιρετικό ορισμό του Νεστορίου Χριστοτόκος, τον όρο Θεοτόκος, με τον οποίο διασφάλισε την ορθόδοξη διδασκαλία γύρω από το πρόσωπο του Χριστού και της Παναγίας, και μετά την Τέταρτη Οικουμενική σύνοδο αρχίζει να χρησιμοποιείται ευρέως στη θεολογία και τη λατρεία.
Καθώς οι Ευαγγελιστές δεν διασώζουν πολλές πληροφορίες σχετικά με το βίο της Παναγίας, οι περισσότερες των Θεομητορικών Εορτών αντλούν το περιεχόμενό τους από την προφορική Παράδοση της Εκκλησίας και τα Απόκρυφα κείμενα.
Απόκρυφα, ονομάζονται όσα κείμενα δεν συμπεριελήφθησαν στον επίσημο κανόνα των βιβλίων της Αγίας Γραφής. Την ίδια χρονική περίοδο κατά την οποία γράφονταν τα Ευαγγέλια, ομάδες χριστιανών συγκέντρωναν ιστορικές πληροφορίες γύρω από τα θεία πρόσωπα, που διαδιδόταν από στόμα σε στόμα στους κόλπους της Εκκλησίας. Θέλοντας να τις διασώσουν τις κατέγραψαν, επιγράφοντάς τες με το όνομα ενός Αποστόλου, προκειμένου να διαδοθούν πιο εύκολα. Για αυτό και ονομάστηκαν απόκρυφα η ψευδεπίγραφα.
Κοντά σε αυτά όμως και με τον ίδιο τρόπο διέδιδαν και αιρετικές ομάδες τις απόψεις τους, αποδίδοντας τα κείμενα στο όνομα κάποιου Αποστόλου του Χριστού, όπως για παράδειγμα το ευαγγέλιο του Ιούδα, προερχόμενο από την αιρετική ομάδα των Αγνωστικιστών, που αποτέλεσε και την κεντρική ιδέα του βιβλίου αλλά και της ταινίας ο Κώδικας Νταβίντσι.
Έτσι, τα Απόκρυφα διακρίνονται σε δύο ομάδες, στα ιστορικά ψευδεπίγραφα, που περιέχουν ιστορικές πληροφορίες, που δεν έχουν σωτηριολογική σημασία και για αυτό δεν συμπεριελήφθησαν στον Κανόνα της Αγίας Γραφής, αλλά ωστόσο χρησιμοποιήθηκαν στη Λατρεία ως πηγές της,
και στα αιρετικά ψευδεπίγραφα, που περιέχουν αιρετικές διδασκαλίες και αποβλήθηκαν εντελώς από τη συνείδηση της Εκκλησίας.
Τα Εισόδια της Θεοτόκου περιγράφονται ως ιστορικό γεγονός στο Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου. Εκεί αναφέρεται ότι η θεόπαις Μαρία αφιερώνεται από τους γονείς της στο Ναό των Ιεροσολύμων, στο τρίτο έτος της ηλικίας της, και παραμένει εκεί μέχρι τα δώδεκά της χρόνια. Αν και το γεγονός αυτό ήταν γνωστό στην Παράδοση της Εκκλησίας ήδη από την εποχή των Αποστόλων, μόλις μετά τον 5ον αιώνα εμφανίζεται θεσμοθετημένη εορτή εις ανάμνησίν του.
Το κείμενο του Πρωτευαγγελίου, απετέλεσε η βασική πηγή της υμνογραφίας και της εικονογραφίας της εορτής, αποκαθαρμένο βέβαια από μυθοπλαστικά στοιχεία και υπερβολές[8].
Στη θέσπιση της Εορτής των Εισοδίων ως ιδιαίτερη Θεομητορική εορτή συνέβαλαν τόσο η ιστορική μνήμη των πιστών των Ιεροσολύμων, στην οποία διασώζονταν οι τόποι όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα της θείας Οικονομίας, όσο και μετέπειτα ιστορικές εξελίξεις.
Από τον 4ο μ.Χ. αιώνα η Εκκλησία των Ιεροσολύμων καθίσταται ιδιαίτερο λατρευτικό κέντρο. Το 455 ανακηρύσσεται Πατριαρχείο και αποκτά σημαντική θέση στα λειτουργικά πράγματα. Με την ανάδειξη των Αγίων Τόπων ως Προσκυνημάτων ξεκινά και η καθιέρωση Θεομητορικών εορτών, συνδεόμενων αρχικά με την ανέγερση μεγάλων Ναών και την ετήσια μνήμη των Εγκαινίων τους.
Τον 6ο αιώνα ο Αυτοκράτωρ Ιουστινιανός ο Α΄ οικοδομεί στη Νότια πλευρά του Ναού του Σολομώντα τη μεγαλοπρεπή Βασιλική της Αγίας Μαρίας της Νέας ή της Νέας Εκκλησίας, που εγκαινιάζεται στις 20 Νοεμβρίου του 543. . Η γειτνίαση του Ναού της Νέας Εκκλησίας με το Ναό του Σολομώντα θα οδηγήσει στη σύνδεσή του με τα Εισόδια, που θα νοηματοδοτήσουν την εορτή των Εγκαινίων. Μετά την κατάλυση του Ναού απ τους Άραβες το 638 Τα Εισόδια αντικαθιστούν τη γιορτή των Εγκαινίων μια μέρα μετά, στις 21 Νοεμβρίου. Όταν ο Άγιος Ανδρέας Κρήτης εγκαταλείπει τα Ιεροσόλυμα το 685, τα Εισόδια υφίστανται ήδη ως ανεξάρτητη θεομητορική εορτή. Ο ίδιος θα εισάγει την εορτή των Εισοδίων στην Κωνσταντινούπολη με την εγκατάστασή του εκεί, το ίδιο έτος.
Στην υπόλοιπη Ορθοδοξία η εορτή εμφανίζεται σταδιακά μέχρι τον 9ο αιώνα και επικρατεί οριστικά τον 12ο , όταν ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α’ ο Κομνηνός την καθιερώνει ως αργία.
Tα Εισόδια της Θεοτόκου, επιστύλιο παλαιού τέμπλου Καθολικού Ι. Μ. Βατοπαιδίου, 12ος αιώνας. |
Από την Ανατολή μεταφέρεται στη Δύση μετά το σχίσμα, όπου εορτάζεται για πρώτη φορά το 1372[9].
Η τοπική Εκκλησία της Σκιάθου θα αφιερώσει το θαυματουργό εικόνισμα της πολιούχου του στα Εισόδια, ως προσήκοντα στην σπάνια απεικόνιση, που εδώ και τρεισήμισυ αιώνες εορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα.
Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης στο έργο του Με του Βορηά τα Κύματα θα περιγράψει διεξοδικά την ημέρα αυτή, μιας και πρόκειται για τη μεγαλύτερη πανήγυρη του νησιού. Παράλληλα θα επαναδημοσιεύσει το συναξάριό της, που είχε γράψει ο διδάσκαλος του Γένους, ο σκιαθίτης Επιφάνιος Δημητριάδης ο Λογιώτατος και δημοσίευσε πρώτη φορά ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης το 1903[10].
Περιγράφοντας την ιλαρή μορφή της Θεοτόκου αναφέρει ότι είναι ζωγραφισμένη ‘‘προτομὴ, κεφαλὴ καὶ λαιμὸς μόνον, χωρὶς νὰ βαστάζῃ τὸν Υἱὸν καὶ χωρὶς νὰ φαίνωνται χεῖρες’’[11], την οποία οι σκιαθίτες παρομοίασαν ‘‘ὡς τριετίζουσα παιδίσκη, ὅτε εἰσήχθη παρὰ τῶν γονέων της εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων’’, για αυτό και πανηγυρίζει ‘‘κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Εἰσοδίων’’[12]. Εικόνα ‘‘ἐλέους καὶ συμπαθείας, τὴν ὁποίαν ἡ πίστις τοῦ χωρίου ἡ ἁγία ἐκόσμησε μὲ μαργαριταρένιαν μανδήλαν καὶ μὲ σαπφείρινον περιδέραιον ἀντὶ τῶν τόσων θαυμάτων της, τὰ ὁποῖα ἀντήχησαν εἰς ὅλον τὸ Πήλιον, καὶ πέραν μέχρι τῆς Λιβαδειᾶς καὶ τῶν Σαλώνων’’[13].
Μετά την επανάσταση του 1821 και την ερήμωση της μονής, όταν οι σκιαθίτες επέστρεψαν στην παλιά βυζαντινή πολίχνη και έχτισαν τους δύο ενοριακούς ναούς, ζήτησαν την εικόνα της Παναγίας και την τοποθέτησαν στο μητροπολιτικό ναό των Τριών Ιεραρχών, ώστε να είναι διαρκώς προστάτις τους και βοηθός, ‘‘ἀπολαύουσα ἰδιαιτέρου ὅλως σεβασμοῦ καὶ ὡς Πολιοῦχος τιμωμένη’’[14].
‘‘Ἔκτοτε ἐπεκράτησεν ὡραιοτάτη συνήθεια’’ μια φορά το χρόνο, την παραμονή των Εισοδίων ‘‘ἡ σεπτὴ Εἰκὼν νὰ κομίζεται ἐκ τῆς πόλεως εἰς τὴν ἱερὰν Μονήν της διὰ κατανυκτικωτάτης Λιτανείας’’, όπου τελείται ‘‘λαμπρὰ καὶ δημοτελὴς ἀγρυπνία’’ μέχρι το πρωί, από όπου ‘‘ἐπανακομίζεται εἰς τὴν πόλιν διὰ τῆς αὐτῆς δημοτελεστάτης Λιτανείας’’[15].
Η διαδρομή της λιτανείας από την πόλη της Σκιάθου στον τόπο της Ευρέσεως και την Ι. Μονή των Εισοδίων. |
Οι πιστοί συγκεντρώνονται στον ενοριακό ναό της Παναγίας της Λιμνιάς, όπου έχει μεταφερθεί η ιερή Εικόνα. Εκεί ψάλλεται ιδιαίτερος παρακλητικός Κανόνας, τον οποίο συνέθεσε ο Μωραϊτίδης ‘‘τῇ αἰτήσει τῶν Νησιωτῶν, ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ἱστορικοῦ τῆς εὑρέσεως τῆς ἁγίας Εἰκόνος καὶ τῶν τελεσθέντων μεγάλων θαυμάτων’’[16].
Από εκεί θα ξεκινήσει η Λιτανεία στην οποία συμμετέχει ‘‘μετ᾿ εὐλαβείας ἅπασα ἡ πόλις, σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις’’.
Η Λιτανεία ακολουθεί μια γραφική διαδρομή μέσα από τα πευκόφυτα βουνά του νησιού, ‘‘ἐκεῖ ὅπου τὰ πεῦκα εὐωδιάζουν περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλο μέρος, ἐκτεινόμενα ἕως εἰς τὴν ἄμμον ἀκόμη τῆς παραλίας, ἐκεῖ ὅπου οἱ κηρομύταις κελαειδοῦν, σὰν ἀηδόνια εἰς τὸν καλὸν καιρὸν τους. Τὰ κούμαρα, φωτίτσαις κατακόκκιναις, λάμπουν μέσα εἰς τὸ δάσος ἀναρίθμητα, θαρρεῖς πῶς περιμένουν νὰ χαιρετίσουν τὴν λιτανείαν, ὁποῦ θὰ περάσῃ ἀπὸ ἐκεῖ. Καὶ μία ἐλαία ὄψιμος, σἄν μὲ πολλὰ– πολλὰ μαῦρα μάτια, μάτια λαμπρὰ, μάτια γυαλιστερὰ, σἄν τοῦ ἀστρείτου τὰ μάτια, καμαρόνει ἀπὸ μακρὰν τὴν ἐρχομένην πομπήν’’[17].
Κόσμος πολύς συμμετέχει στη Λιτανεία, και αναλόγως των δυνάμεών του, ακολουθεί μέχρι ενός σημείου ή όλη την όμορφη διαδρομή. Και ένας εφημέριος συνοδεύει πάντοτε την Εικόνα, η οποία μεταφέρεται δια μέσου των πιστών, από χέρι σε χέρι, στο αγαπημένο της μοναστήρι. ‘‘Ὁ παπᾶ Νικόλας, ἕνας ὑψηλὸς καὶ εὐμορφοκαμωμένος παπᾶς, ὁποῦ τόσον εὔμορφα τοῦ πηγαίνουν τὰ ράσσα, ὅσον τὸν εὐμορφαίνει ἡ λευκὴ καὶ μακρὰ γενειάδα του, βαστάζων τὴν Παναγίαν τὴν Κονίστραν, μὲ τὸ πετραχῆλί του ἀναποδογυρισμένον εἰς τὸν δεξιόν του ὦμον, σπεύδει, ὅπως ὥρᾳ ἑσπερινοῦ εἰσέλθῃ εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κονίστριαν, ἕνα ὡραῖον Βυζαντινὸν μοναστηράκι, τὸ ὁποῖον ὡς ζωγραφισμένον φαίνεται μέσα εἰς τὸν τεφρὸν βράχον πευκοφυτεύτου βουνοῦ. Βαδίζει ψάλλων ἀδιακόπως τὰ Μεγαλυνάρια τῆς Παναγίας’’[18].
Κατά τη διάρκεια της Λιτανείας, η μορφή της Θεοτόκου αποκτά απερίγραπτη γλυκύτητα: ‘‘μικρὰ, ἀσημένια, μαλαμοκαπνισμένη, ἀσήκωτη ἀπὸ τὰ ταξίματα, μειδιᾷ, θαρρεῖς, εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ παπᾶ – Νικόλα, μειδίαμα χαρὰς καὶ εὐλογίας. Καὶ λάμπουν τὰ εὔμορφα τὰ μάτια της ὡς περιστεραὶ λελουμέναι γάλακτι, γεμᾶτα οἰκτιρμοὺς˙ καὶ καίουν αἱ τριανταφυλλένιαις της παρειαὶ ὡς λέπυρον ῥοιᾶς[19], ροδοκόκκιναι˙ καὶ ἱδρόνει ὁ λαιμὸς της ὁ πάλλευκος ὡς ὁρμίσκος ἐξ ἀδαμάντων’’[20].
Το Εικόνισμα μεταφέρεται ‘‘μὲ τόσην δόξαν καὶ τόσην λαμπρότητα εἰς τὸ ἀρχαῖόν της τέμενος, τὸ ὁποῖον μιὰ φορὰ τὸν χρόνον λάμπει ἀπὸ ἀναριθμήτους λαμπάδας τῶν νησιωτῶν, οἱ ὁποῖοι χαράν τους τὸ ἔχουν νὰ ἀγρυπνήσουν, μιὰν φορὰν τὸν χρόνον, εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κονίστριαν, καὶ νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ θαυμάσουν τοὺς χαλκάδες, ὅπου ἄλλοτε ἔδεναν ἐκεῖ τοὺς δαιμονισμένους, τοὺς ὁποίους ἀπὸ διάφορα μέρη ἔφερναν ἐκεῖ πρὸς θεραπείαν’’[21].
Τελευταίος σταθμός πριν η Λιτανεία φτάσει στο Μοναστήρι της, είναι ‘‘ὁ πεύκος ὅπου εὑρέθη τὸν παλαιὸν καιρὸν ἡ Παναγία ἡ Κονίστρια, ἐπάνω εἰς τοὺς κλάδους του αἰωρουμένη ὁλόφωτος, νύκτας ὁλοκλήρους, ὅτε ὁ ἀσκητεύων ἁγιώτατος ἐκεῖ Συμεὼν, παραλαβὼν αὐτήν, ἐκόμισε παρακάτω, εἰς τὸ ἀσκητήριόν του, ὅπου ἐκτίσθη τὸ διαλελυμένον σήμερον Μοναστηράκι εἰς τιμὴν τῆς Παναγίας τῆς Κονιστρίας’’[22]. Εκεί θα τελεστεί η τελευταία δέηση πριν εισοδεύσουν την Εικόνα στο Καθολικό της Μονής. ‘‘Καί τώρα λάμπει πλέον ὁλόλαμπρος ἡ Ἁγία τῆς Θεοτόκου προτομή. Καὶ ἀπὸ τὰς λάμψεις τὰς ἐκπάγλους, ἡ εὐάριθμος συνοδία θαμβουμένη, ἀνασχηματίζει τὴν θείαν τῆς Παναγίας μορφὴν ὅλην, εὐλογοῦσαν τὸν κόσμον, καὶ μὲ τὴν ἁγίαν μανδήλαν της τὴν μαργαριτόπλεκτον σκέπουσαν τὰ ὀρφανὰ καὶ τὰς χήρας’’[23].
Λαμπρή η Είσοδος της Εικόνας, όπως και η Είσοδος της Θεοτόκου στα Άγια των Αγίων. ‘‘Ὀλίγον ἀκόμη καὶ τὸ ἔρημον ἀσκητήριον σείεται ἀπὸ τὰ βροντοφωνήματα τοὺ παπᾶ-Νικόλα, εἰσάγοντος τὴν Παναγίαν τὴν Κονίστριαν εἰς τὸν ναὸν’’[24] της, ‘‘ἀπαράλλακτα ὡς ὁ ἀρχιερεὺς Ζαχαρίας εἰσήγαγε τὴν Θεοτόκον εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων’’[25], καθώς ψάλλει το κοντάκιο της εορτής. Εκεί τον συνοδεύει λαμπαδηφορούσα και η θειά-Αχτίτσα, ‘‘ἀπαράλλακτα, ὡς αἱ λαμπαδηφόροι παρθένοι τότε συνώδευσαν εἰς τὸν ναὸν τὴν Ἀειπάρθενον’’[26].
Σύμφωνα με την λαϊκή ευσέβεια, όταν οι πιστοί μεταφέρουν την αγία Εικόνα με τα χέρια τους στο αγαπημένο της μοναστηράκι είναι ανάλαφρη, ενώ όταν επιστρέφουν η εικόνα αποκτά παράδοξο βάρος, σαν να μη θέλει να εγκαταλείψη τον τόπο της προσευχής και της ησυχίας. ‘‘Λάμπει ἀπὸ τὴν χαράν της’’, παρατηρεί η θειά-Αχτίτσα ‘‘ποῦ τὴν φέρνουν εἰς τὸ μοναστηράκι της˙ καὶ εἶνε κ᾿ ἐλαφρὰ τώρα ἡ ἀσημένια εἰκόνα, ὁποῦ αὔριον θὰ εἶνε λυπημένη καὶ βαρειά, μολύβι, ὅταν θὰ τὴν γυρίζουν πίσω ς᾿ τὸ χωριό!...’’[27] .
Μετά την αγρυπνία η ιερή Εικόνα θα επιστρέψει με Λιτανεία ξανά πίσω στην πόλη, στην πλατεία της Αγίας Τριάδος. Λίγο αργότερα, αφού ‘‘λήξῃ ἐγκαίρως ἡ θεία Λειτουργία’’ ‘‘εἰς τοὺς δύο Ναοὺς τῆς πόλεως’’, ‘‘ὁ ἱερὸς Κλῆρος καὶ τῶν δύο ἐνοριῶν μετὰ τῶν Ἐξαπτερύγων, λαμπάδων καὶ θυμιαμάτων θὰ ἐξέλθῃ εἰς τὴν παρὰ τὸ Νεκροταφεῖον ὡραῖαν πλατεῖαν τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀκολουθοῦντος ὅλου τοῦ λαοῦ μετὰ πολλῆς εὐπρεπείας καὶ ὅλων τῶν ὑπαλλήλων’’[28].
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί ‘‘τὸ θέαμα τοῦ γυναικείου ὁμίλου’’, με ‘‘τὴν γραφικωτάτην τῶν σκιαθιτισσῶν ἐνδυμασίαν, χρυσοκέντητον καὶ χρυσοΰφαντον, ἔργον συνήθως τῶν ἰδίων χειρῶν των, ὁποῦ μὲ τόσους μόχθους καὶ ἀγρυπνίας ἐκέντησαν, ὅταν ἦσαν κόραι, ἵνα, ὑπανδρευθεῖσαι κατόπιν, στολίζωνται κατὰ τὰς ἐπισήμους τῆς Ἐκκλησίας μας ἑορτάς, καὶ τὰς ἄλλας πανηγυρικὰς συγκεντρώσεις, προσδίδουσαι μὲ τὴν ὁλόχρυσον ἀμφίεσίν των ἕνα ἰδιαίτερον τύπον εἰς τὰς λαμπρὰς πανηγύρεις τῆς νήσου, τὴν σφραγῖδα, οὕτως εἰπεῖν, τοῦ κυριαρχοῦντος πολιτισμοῦ καὶ τῆς προόδου, ὅπερ τόσον θαυμάζουσιν οἱ ξένοι’’[29].
Η μικρή Λιτανεία αφού περιέλθει τις δύο ενορίες θα καταλήξει στο Ναό των Τριών Ιεραρχών, όπου η αγία Εικόνα θα τοποθετηθεί ξανά στο θρόνο της, όπου και παραμένει τον υπόλοιπο καιρό ‘‘εἰς προσκύνησιν’’[30].
Τα Εισόδια της Θεοτόκου (τοιχογραφία), Ι. Ν. Γεννήσεως του Χριστού, Κάστρο Σκιάθου. 17ος-18ος αιώνας |
Η ζωή του Μωραϊτίδη στην Αθήνα υπήρξε κοπιώδης και κουραστική. Μόνη του αναψυχή η εκκλησία και οι αναμνήσεις του από την λατρευτική παράδοση του νησιού του, την οποία αναπολούσε τακτικά συχνά στην μεγαλούπολη. ‘‘Οὕτως’’, θα γράψει στο διήγημα το Τάξιμον, ‘‘ὅταν, μετὰ χρόνια πολλά, ἴδωμεν, ἐν μέσῳ τῆς ἐρήμου, αἴφνης, ἐν πανηγύρει, ἐστολισμένον τὸ ἔρημον ἐξωκκλήσιον τῆς πατρίδος μας, καὶ ὀσφρανθῶμεν τοὺς δροσεροὺς βασιλικούς, τοὺς στολίζοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας, κ᾿ ἐλλαμφθῶμεν ἀπὸ τὸ φέγγος τῶν κηρίων, τῶν καταυγαζόντων τὸν ἐρημικὸν τῆς πατρίδος μας ναΐσκον, τὸν πανηγυρίζοντα εἰς τὴν σιωπηλὴν ἐκείνην ἐξοχήν…Ὤ! πόσον ὀπίσω μεταγόμεθα μὲ τὴν γοργὴν φαντασίαν μας, ἥτις ποτὲ δὲν γηράσκει. Μᾶς φαίνεται ὅτι βλέπομεν τὸν σεβάσμιον τῆς ἐνορίας μας ἱερέα, μὲ τὴν πανηγυρικὴν φωνήν του καὶ τὴν λευκὴν γενειάδα του, ὅστις ὅμως πρὸ χρόνων ἀναπαύεται εἰς τὸ πτωχικὸν τοῦ χωρίου μας νεκροταφεῖον. Καὶ βλέπομεν, ἰδού, τοὺς ψάλτας, τοὺς μὴ ὑπάρχοντας πλέον εἰς τὴν ζωήν. Ὤ! τοὺς ἀκούομεν, μὲ ὅλα τὰ προτερήματα καὶ μὲ ὅλα τὰ ἐλαττώματά των, τὰ ὁποῖα πόσον μᾶς θέλγουσι τώρα! Οἵμοι! καὶ βλέπομεν, ναί, ὡς ἐνώπιον μαγικοῦ καθρέπτου, αὐτὸν τὸν ἑαυτόν μας, παιδίον ἀγένειον, μὲ τὴν ἄφροντιν ἐκείνην ξαθὴν νεότητα! Ὤ! καὶ νομίζομεν πὼς κανοναρχοῦμεν ἀκόμη τοῦ προύχοντος καὶ ψάλτου, ὅστις ἦτο ἕνας ἀπὸ τὴν δωδεκάδα, τοῦ κὺρ-Ἀναγνώστη, μὲ τὴν τρεμουλιαστὴν φωνὴν καὶ τὰ τρεμουλιαστὰ χέρια, εἰς τὸν πανηγυρίζοντα ἐρημικὸν τῆς πατρίδος μας ναΐσκον.
Ὦ φαντασία ἀνερμήνευτος! Πῶς ζωοποιεῖς τοὺς νεκρούς!...’’[31]
Με αυτή την μνήμη και την ανάμνηση της Πανηγύρεώς της να μας αξιώνει κάθε χρόνο η Παναγία μας να διαπλέουμε το της ζωής μέγα πέλαγος, με τη χάρη της! Αμήν!
[2] . Ι. Φουντούλη, ‘‘Γένεσις των Χριστιανικών Εορτών’’, στο Το Χριστιανικόν Εορτολόγιον, Πρακτικά Η’ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, εκδ. «Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος», Σειρά Ποιμαντικὴ Βιβλιοθήκη -15, Αθήνα 2007, σ. 48.
[4] . Όπ. π., σ. 59. Βλ. και Ν. Ιωαννίδη (Αρχιμ.), ‘‘Η εορτή των Χριστουγέννων – Θεοφανείων’’, στο Το Χριστιανικόν Εορτολόγιον, σσ. 129-185.
[6] . Όπ. π., σ. 61. Βλ. και Δ. Τζέρπου (Πρωτοπρ.), ‘‘Η εορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου’’, στο Το Χριστιανικόν Εορτολόγιον, σσ. 239-255 και Κ. Καραϊσαρίδη (Πρωτοπρ.), Οι εορτές του Τιμίου Σταυρού, στο Το Χριστιανικόν Εορτολόγιον, σσ. 187 εξ.
[7] . Γ. Φίλια, ‘‘Οι Θεομητορικές εορτές’’, στο Το Χριστιανικόν Εορτολόγιον, Πρακτικά Η’ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, εκδ. «Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος», Σειρά Ποιμαντική Βιβλιοθήκη -15, Αθήνα 2007, σσ. 325-327.
[9] . Όπ. π.
[10] . Αλ. Μωραϊτίδη, Με του Βορηά τα κύματα, ταξείδια, περιγραφαί, εντυπώσεις, Μετά πολλών εικόνων, Σειρά Δ’, εκδ. «Ιω. Ν. Σιδέρη», εν Αθήναις 1925, σσ. 102-105 και σ. 105, υποσ. 1
[11] . Όπ. π., σ. 99.
[12] . Αλ. Μωραϊτίδη, Με του Βορηά τα κύματα, ταξείδια, περιγραφαί, εντυπώσεις, Μετά πολλών εικόνων, Σειρά Ε’, εκδ. «Ιω. Ν. Σιδέρη», εν Αθήναις 1926, σ. 46.
[13] . Αλ. Μωραϊτίδη, Με του Βορηά τα κύματα, ταξείδια, περιγραφαί, εντυπώσεις, Μετά πολλών εικόνων, Σειρά Δ’, εκδ. «Ιω. Ν. Σιδέρη», εν Αθήναις 1925, σ. 99.
[14] . Όπ. π., σ. 108.
[15] . Όπ. π., σσ. 108-109.
[16] . Όπ. π., σ. 109.
[17] . Όπ. π., σ. 97.
[18] . Όπ. π.
[19] . Άσμα Ασμάτων 4, 3: ...‘‘ὡς λέπυρον τῆς ῥόας μῆλόν σου’’. Βλ. και Liddle & Scott, Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, τόμ. Δ’, εκδ. «Ανέστη Κωνσταντινίδου», Αθήναι 1902. σ. 22, όπου ῥοιά αντί του ῥόα, δηλαδή «ροϊδιά».
[20] . Αλ. Μωραϊτίδη, όπ. π., σ. 98.
[21] . Όπ. π., σ. 99.
[22] . Όπ. π., σ. 100.
[23] . Όπ. π.
[24] . Όπ. π., σ. 100.
[25] . Όπ. π., σ. 99.
[26] . Όπ. π.
[27] . Όπ. π., σ. 100.
[28] . Όπ. π., σ. 109.
[29] . Όπ. π., σ. 109.
[30] . Όπ. π., σ. 107.