Υπ. Διδ. Θεολογίας
Μια από τις μεγάλες Δεσποτικές
εορτές της Εκκλησίας μας που συγκινούσε ιδιαίτερα τον έτερο λογοτέχνη της
Σκιάθου, τον τριτεξάδελφο του Παπαδιαμάντη Αλέξανδρο Μωραϊτίδη(1850-1929),
είναι και αυτή των Χριστουγέννων. Με οδηγό τα διηγήματά του και τις
ταξιδιωτικές του περιγραφές, θα περιηγηθούμε στα όσα καταγράφει ο Μωραϊτίδης
σχετικά με τα Χριστούγεννα, όπου μεταξύ άλλων παρατίθεται το πώς βιώνονται αυτά
από τη μικρή κοινότητα της Σκιάθου.
Ο Μωραϊτίδης αφιερώνει 10 διηγήματα στα
Χριστούγεννα. Αυτά είναι οι Εικόνες, Τα Φαντάσματα, Η
Θεια-Μυγδαλίτσα, το Καθ’ εμπίδιο για καλό, τα Χριστούγεννα
στον ύπνο μου, ο Αναποδιασμένος, Η
ιστορία μιας τυρόπιττας, τα Χριστούγεννα στις Τρεις Μπούκες, ο
Δεκατιστής, και ο Σκαλικάτζαρος.
Το 1884 ο διευθυντής της εφημερίδας Ακρόπολις
Βλάσης Γαβριηλίδης ανέθεσε στον Μωραϊτίδη να περιγράψει τη
Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα στην αθηναϊκή αγορά, παραμονή των Χριστουγέννων. Ο
Μωραϊτίδης, παρότι το κατόρθωσε αυτό και μάλιστα ‘‘πολὺ ἐπιτυχῶς’’[2], δεν είχε ικανοποιηθεί από αυτά που έγραψε. Τίποτε δεν του θύμιζε την
αγνότητα των παιδικών του χρόνων, τη πνευματική χαρά και ευφροσύνη που ζούσαν
οι άνθρωποι του νησιού του. Μπροστά στην τρικυμία της αγοράς, δεν
εντυπωσιάστηκε από την εμπορική κίνηση και τα πλουσίως προσφερόμενα είδη, καθώς
απουσίαζε η πραγματική χαρά, το πνεύμα της γιορτής. Όταν ο Γαβριηλίδης επαίνεσε
το άρθρο του, ο Μωραϊτίδης λυπημένος απάντησε πως ‘‘ἐκεῖνο ὅμως ὁποὺ ἤθελα, δὲν τὸ εἶδα! Ναί, δὲν τὸ εἶδα! Δὲν ἐκατάλαβα
διόλου ὅτι ἐξημέρωναν Χριστούγεννα!’’[3]. Στα μάτια του η παραμονή των Χριστουγέννων στη Αθήνα δεν διέφερε από
οποιαδήποτε άλλη ημέρα του χρόνου. Και αυτό γιατί έλειπε από τις συνειδήσεις
των ανθρώπων το πνεύμα των Χριστουγέννων. Η έλλειψη αυτή, που συνοδευόταν από
μια διάθεση νοσταλγίας για το αγαπημένο του νησί, όπου η λειτουργική παράδοση
παρέμενε ζωντανή και ενέπνεε μια γιορτή τόσο οικογενειακή, τον ώθησε να
συγκεντρώσει σε μια επιφυλλίδα τις χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις των παιδικών
του χρόνων, στις οποίες έδωσε τον τίτλο Εικόνες.
Βέβαια, όπως ο ίδιος σημειώνει στα Προλεγόμενα
της έκδοσης των διηγημάτων του το 1927, αισθανόταν ότι οι Εικόνες του δεν είχαν
ζωή. Και αυτό γιατί δεν αρκούνταν στην απλή καταγραφή παραδόσεων και εθίμων.
Είχε ανάγκη μιας βαθύτερης ψυχικής διεργασίας. Η βαθειά νοσταλγία του για τη
πατρίδα του και τα έθιμά της πήγαζε από την ίδια τη στέρηση της εν Χριστώ ζωής,
όπως αυτή σαρκωνόταν στο λειτουργικό Σώμα του νησιού του και διαπότιζε τη ζωή
των κατοίκων του.
Οι Εικόνες του απέκτησαν ζωή και
κίνηση ‘‘πλουσιωτάτη’’, όταν το 1886
επέστρεψε όπως είδαμε πιο πάνω στη Σκιάθο και παρέμεινε ‘‘δύο σωστοὺς χρόνους’’[4]. Η λειτουργική ζωή του νησιού του έδωσε πνοή ‘‘αὔρας λεπτῆς’’[5] στα συγγράμματά του. Τα τελευταία θα αποκτήσουν οικουμενικό χαρακτήρα, αποδεσμευμένα από
τοπικά και εθνικά όρια, ‘‘τοῦ Γένους εἰκόνες καὶ ἰνδάλματα’’[6], μετά τις περιηγήσεις του στα Ορθόδοξα Προσκυνήματα της Ανατολής.
Στις Εικόνες των
Χριστουγέννων ο Μωραϊτίδης μας μεταφέρει στη Σκιάθο και στα παιδικά του χρόνια,
την παραμονή των Χριστουγέννων, απευθυνόμενος σε συγκεκριμένο αναγνωστικό
κοινό: σε όσους έχουν ανατραφεί με τις εθνικές μας παραδόσεις, ‘‘ὅτε ἡ πατρὶς ἡμῶν δὲν εἶχε ἄλλα στοιχεῖα
πολιτισμοῦ πλὴν τῆς πίστεως καὶ τῶν ἐθίμων’’ και δεν είχε αρχίσει ακόμη η
μετάλλαξή της ‘‘ἐν μέσῳ τοῦ ἀλλοφύλου
πολιτισμοῦ’’…‘‘εἰς ἐψωριασμένην τινὰ σάρκα’’[7].
Μας περιγράφει την απερίγραπτη χαρά όλου του χωριού εν αναμονή της
χαρμοσύνης των Χριστουγέννων. Το χωριό είναι πάλλευκο καθώς τα σπίτια λάμπουν
φρεσκοασβεστωμένα. Οι γυναίκες ετοιμάζουν τις τελευταίες λεπτομέρειες στις
ενδυμασίες τους. Οι ναύτες προσδένουν με ασφάλεια τα πλοία τους μαζί με τους
ψαράδες οι οποίοι έχουν σταματήσει από μέρες να ψαρεύουν, ‘‘διότι πάντες
νηστεύουσι’’[8].
Ο μόνος που δεν επισπεύδει είναι ο βοσκός, ο οποίος αφού μεταλάβει θα
επιστρέψει στο κοπάδι του να περιποιηθεί τα νεογέννητα.
Κατόπιν, μας μεταφέρει μπροστά από το τζάκι, όπου ο ‘‘γηραιὸς πάππος’’ διηγείται τον Χριστουγεννιάτικο μύθο των
καλικαντζάρων στα εγγόνια του, με την οποία διασκεδάζει τη νηστεία τους και τα
προετοιμάζει για τα Χριστούγεννα[9].
Στην τρίτη εικόνα βλέπουμε τις ετοιμασίες της παραμονής των Χριστουγέννων.
Οι γυναίκες αφού ασβεστώσουν τελευταίο το κατώφλι του σπιτιού, καταγίνονται με
το στολισμό του σπιτιού όπου στρώνουν τα καλά κιλίμια, τοποθετούν μεταξωτές
πετσέτες και πορσελάνινα πιάτα στους τοίχους και αρχίζουν να ζυμώνουν στο
χαμηλό σοφρά χριστόψωμα και κοκκώνες, μια για κάθε παιδί του σπιτιού. Την
ησυχία διακόπτουν οι άγριες φωνές των κρεοπωλών, οι οποίοι άνοιξαν ‘‘τὰς ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας κεκλεισμένας
πύλας’’[10]
των μαγαζιών τους. Κύριο έδεσμα το χοιρινό κρέας. Όλα είναι τόσο καθαρά και
αγνά ώστε προσέχουν ακόμη και τους χοίρους, να είναι ‘‘καθαροὶ-καθαροὶ’’[11],
από τα ορεινά βοσκοτόπια και όχι πνιγμένοι στη λάσπη. Άμωμη θυσία στη χαρά της
οικογένειας.
Με τη δύση του ηλίου, όλο το χωριό ησυχάζει καθώς αναπαύεται για την
αγρυπνία. Το μόνο που ακούγεται είναι η χύτρα με τη σούπα που βράζει και το
ταχύ βάδισμα των παιδιών τα οποία αφού έψαλαν τα κάλαντα τρέχουν να μοιραστούν
τα κέρδη[12].
Τα μεσάνυκτα θα χτυπήσουν χαρμόσυνα οι καμπάνες. Το σπίτι όπου γεννήθηκε ο
Μωραϊτίδης βρίσκεται δίπλα στο Μητροπολιτικό Ναό των Τριών Ιεραρχών, και μέσα
σε αυτόν θα γαλουχηθεί στα νάματα της ορθοδοξίας. Θυμάται με νοσταλγία την
καμπάνα της ενορίας του, τον αγαπητό του σύντροφο. ‘‘Ὦ τῆς ἐνορίας μου κώδων! Ἀγαπητέ μου σύντροφε, ὅστις καθ᾿ ἑκάστην
πρωίαν μ᾿ ἐξήγειρες τοῦ ὕπνου, καὶ ὅστις πρῶτος μὲ ἐδίδαξες τὴν ὕπαρξιν τοῦ
Θεοῦ! Νομίζω ὅτι σὲ ἀκούω, ὅτι ὁ γλυκὺς ἐκεῖνος ἦχος σου ὡς ἀντιλάλημα ἡδονικῆς
μουσικῆς εἰσδύει εἰς τὰ βάθη τῆς καρδίας μου. Καὶ μετὰ τόσα ἔτη, ἅτινα μ᾿ ἐγήρασαν
πλέον, μοὶ φαίνεται ὅτι εἶμαι εἰς τὰς νεανικάς μου ἡμέρας καὶ ὅτι τὸ μακρὸν τῶν
ἐτῶν μου διάστημα εἰς μίαν στιγμὴν διατρέχει τὸ ἀντιλάλημα τοῦ ἤχου σου. Τὸ
χωρίον πάραυτα ἐγείρεται’’.[13]
Όλη η οικογένεια θα σηκωθεί να ετοιμαστεί για την Εκκλησία. Οι μητέρες και
τα παιδιά στολίζονται, ενώ ο πατέρας ‘‘εἶναι
φαιδρότατος σήμερον, λησμονεῖ τὸν κόσμον καὶ τὰς οἰκογενειακὰς στενοχωρίας.
Ὅλος χαρὰ καὶ ὅλος ἀγαθότης πορεύεται εἰς τὴν ἐκκλησίαν’’[14].
Σε λίγο θα βρίσκεται ‘‘Ὅλον τὸ χωρίον ἐκεῖ’’, στην εκκλησία. Ο Ναός ακτινοβολεί, με τους ιερείς να φορούν ‘‘τὰς πλέον χρυσᾶς στολάς των’’ και τους πιστούς να προσεύχονται ‘‘σιωπηλοὶ ὡς οἱ θεαταὶ πρωτοφανοῦς θεάματος, ὅπερ πρώτην φορὰν παρουσιάζεται εἰς τὸν κόσμον. Χριστὸς γεννᾶται!’’[15]
Οι πιστοί, μετέχοντας στο κοινό ποτήριο, μετέχουν στα ίδια τα γεγονότα της
θείας Οικονομίας, μέσα από τις εορτές του λειτουργικού χρόνου. Η χαρμόσυνη
αναφώνηση του Χριστὸς γεννᾶται
μοιάζει να συνδέει ‘‘αὐτοστιγμεὶ πάντα
τὸν ὀρθόδοξον ἑλληνικὸν κόσμον’’. Μπροστά στο θαύμα της Ενσαρκώσεως
καλούνται οι άθεοι να σιωπήσουν, καθώς
‘‘ἡ Ἑλλὰς ἐν τῇ τυραννισμένῃ ζωῇ
της ἠγάπησε καὶ ἐλάτρευσε πάντοτε τὴν πίστιν καὶ τὴν ἐλπίδα.’’[16]
Άγγελοι και άνθρωποι μένουν εκστατικοί μπροστά στη συγκατάβαση του Θεού να
γίνει άνθρωπος, ώστε ο άνθρωπος να θεοποιηθεί. Οι ύμνοι θα εμπνεύσουν τους
πιστούς. Ο ευσεβής γλύπτης η ζωγράφος μετά τη θεία λειτουργία ‘‘θὰ δημιουργήσῃ τὸ θαυμαστότερον αὐτοῦ
καλλιτέχνημα’’ το οποίο ‘‘ἤδη τὸ συνέλαβεν ὑπὸ τοὺς βοΰζοντας
βυζαντινοὺς θόλους’’ και ο φιλόσοφος ο οποίος ‘‘κλίνει τὸ γόνυ πρὸ τῆς Εἰκόνος τοῦ Θεοῦ-Παιδὸς’’ θα ζητήσει
συγγνώμη ‘‘ἀναγνωρίζων τὴν παντοδυναμίαν
τοῦ Ὑψίστου καὶ τὴν περὶ τοῦ κόσμου θείαν αὐτοῦ Πρόνοιαν. Θὰ ἐξέλθῃ φιλοσοφώτερος ἑαυτοῦ’’[17].
Πέμπτη χριστουγεννιάτικη εικόνα το
γιορτινό τραπέζι, το οποίο στρώνουν μετά τη θεία Λειτουργία, την αυγή, μπροστά
από την εστία. Τα παιδιά παρατάσσονται νηφάλια ‘‘ὅσον οὐδέποτε’’ με ‘‘τὴν
ἀρτοφυῆ κοκκώναν, ἥν καὶ ἐδάγκασαν ἤδη ἐκεῖ εἰς τὰ στρογγυλὰ μάγουλα’’, ενώ
το χοιρινό στη σούβλα ‘‘λάμπει ἐν μέσῳ
νεφῶν καπνοῦ ἑλισσομένου ἐν τῇ ἑστίᾳ’’. Σε λίγο θα το παραθέσουν στο
τραπέζι ‘‘πρὸς μεγάλην ἔκπληξιν τῶν
παιδίων’’[18].
Ανάλογη απλότητα με αυτή των παιδιών ακολουθούσε και το οικογενειακό
τραπέζι, που συνίστατο από τρία πράγματα: Από ‘‘τό Χριστόψωμον’’, …‘‘τόν ὀβελόν τοῦ χοιρινοῦ, στρεφόμενον ἐν τῇ
ἀσβεστωμένῃ ἑστία, καί τέλος τό εὐφρόσυνον κρασοβόλιον’’.[19]
Τέτοια ήταν η χαρά όλων που μετά τη λήξη του γεύματος ‘‘ἐν σπανίᾳ χαρμονῇ οἰκογενειακῇ’’, το
μικρό εγγόνι θα ρωτήσει τον παππού του:
‘‘-Καὶ αὔριον, παπποῦ, θὰ ξυπνήσουμε
πάλι τὴν νύκτα νὰ φᾶμε;
-Τοῦ χρόνου πάλι, παιδιά, τοῦ χρόνου, τὰ
Χριστούγεννα πάλιν.
-Θ᾿ ἀργήσῃ πολὺ νὰ ᾿ρθῇ τοῦ
χρόνου, παπποῦ;
-Πολύ.
-Πόσο, παπποῦ;
-Θὰ περάσῃ ἕνας χρόνος.
-Τί θὰ πῇ, παπποῦ, χρόνος;
-Αὐτὸ θὰ τὸ μάθετε, παιδιά,
σὰν μεγαλώσητε καὶ γεράσητε.
-Ἐγὼ ἤθελα νά ᾿ναι ὅλο
Χριστούγεννα.’’[20]
Μόνη αντίθεση στην όλη ευφρόσυνη ατμόσφαιρα αποτελεί το σπίτι νεαρής κόρης,
αστόλιστο και με σβηστό το τζάκι. Τίποτε δεν θυμίζει τη χαρά της γιορτής. Η νέα
κάθεται μόνη της και προσεύχεται ‘‘πρὸ
τοῦ εἰκονοστασίου’’, όπου ‘‘μόνον ἡ
ἀκοίμητος κανδήλα πρὸ τῶν μαυρισμένων Εἰκονισμάτων της ρίπτει τὸ χλωμόν της φῶς
εἰς τὸ χλωμότερόν της πρόσωπον’’. Προσεύχεται για τον άνθρωπό της, ‘‘τὸν ἀδελφόν, τὸν μνηστῆρα, τὸν σύζυγον’’, ο οποίος δεν μπόρεσε να
επιστρέψει για τα Χριστούγεννα, όπως όλοι οι ναυτικοί συνήθιζαν[21].
Οι Εικόνες ως πρωτόλειο σχεδίασμα διηγήματος, αποτέλεσαν τον ιστό πάνω στον
οποίο ο Μωραϊτίδης μετεξέληξε το εορταστικό διήγημα. Εν συνεχείᾳ θα δούμε
επιμέρους στοιχεία που αναφέρει ο Μωραϊτίδης σε διάφορα διηγήματα με αφορμή τα
Χριστούγεννα.
Στο διήγημα Φαντάσματα μας παρουσιάζει μια άλλη εκδοχή της ιστορίας του
ερειπωμένου αρχοντικού του Παπαργυρού, διαφορετική από αυτή του Αλεξάνδρου
Παπαδιαμάντη, που μιλά για αυτό στο διήγημά του Της Κοκκώνας το σπίτι[22].
Εδώ επεξηγεί το λόγο για τον οποίο θεωρεί τα Χριστούγεννα, την ‘‘πλέον μεγάλη ἑορτὴ τῆς ἐκκλησίας’’ και
την ‘‘πλέον μεγάλη χαρὰ τῆς οἰκογενείας.
Εἶναι ἡ μόνη πανήγυρις, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ τουλάχιστον δύο χριστιανοὺς εἰς
πανηγυρισμόν της, κατὰ τὸ «ὅπου εἰσὶ δύο ἢ τρεῖς…» τοῦ Εὐαγγελίου[23].
Ὁ μόνος, εἶναι θλιβερὸν θέαμα ἐν τοιαύτῃ ἡμέρᾳ’’. Η βίωση του μυστηρίου της
θείας Οικονομίας και της Ενανθρωπήσεως του Χριστού καταυγάζει στις ψυχές των
χριστιανών τις τρεις θεμελιώδεις αρετές στις οποίες στηρίζεται η χριστιανική
οικογένεια, και με τις οποίες εδραιώνεται. Την αγάπη, την ελπίδα και την πίστη
που την καθιστούν κοινωνία αγαπωμένων προσώπων. ‘‘Τὴν ψυχὴν τοῦ Χριστιανοῦ καταπλημμυροῦσι, τὴν νύκτα ταύτην τὴν ἱεράν,
ὅλα τὰ περιπαθῆ ἐπεισόδια τοῦ ὑπερφυοῦς μυστηρίου τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως,
ἅγια, θερμά, μαλακά, ὡς οἱ ἄπτιλοι νεοσσοὶ ἐν τῇ ἀχυροπλόκῳ φωλεᾷ, γεννῶντα
ὑπερβάλλουσαν χαράν, ἥτις ἀνάγκη νὰ ἐκδηλωθῇ ὑπὸ τὴν μορφὴν ἀγάπης, ἐλπίδος,
καὶ πίστεως, ἐπὶ τῶν ὁποίων ὡς ἐπὶ χρυσοῦ τρίποδος στηρίζεται ὁ οἰκογενειακὸς
βίος. Οἱ δύο εἶναι εἰκὼν τῆς ζωῆς, ὁ εἷς εἰκὼν τοῦ θανάτου…’’[24].
Στο διήγημα Η θειὰ-Μυγδαλίτσα, έχοντας στο νου του τις παιδικές του
αναμνήσεις, χαρακτηρίζει τη γιορτή των Χριστουγέννων με τα εξής παροιμιώδη: ‘‘Χριστούγεννα! Φαιδρὰ Χριστούγεννα! Ἑορτὴ
τοῦ γάλακτος καὶ τοῦ μέλιτος! Ἑορτὴ τῆς γλυκείας καὶ ἀθώας παιδικῆς ἡλικίας!
Πόσον μὲ συγκινεῖς ἀκόμη μὲ τὰς ὡραίας αὐτὰς ἀναμνήσεις σου, παιγνίδια τερπνὰ
οἰχομένων ἐς ἀεὶ παιδικῶν χρόνων!’’[25]
Δεν είχαν όμως όλες οι οικογένειες την ίδια τύχη.
Στο διήγημα Κάθ᾿ εμπόδιο για καλό, ο Μωραϊτίδης μας παρουσιάζει τη δυστυχία
την οποία ένιωθε η μικρή κόρη του μπαρμπα-Πέτρου, η Μυρσινούλα, μετά την
απώλεια της μητέρας της. Ζούσε δυστυχισμένα Χριστούγεννα, ορφανή και μόνη. ‘‘Κλειστὰ εἶναι τὰ παράθυρα τοῦ οἰκίσκου τοῦ
μπάρμπα – Πέτρου ἔξω ἀπὸ τὴν ἄκραν της πόλεως. Ἡ χαρὰ τῆς πανηγύρεως δὲν φθάνει
ἕως ἐκεῖ, ὅπου ἡ ὀρφανὴ κόρη πενθεῖ τὴν ὀρφανίαν της. Οὐδὲ ἦλθε κανὲν παιδίον νὰ
κτυπήσῃ καὶ εἰπῇ τὰ Χριστούγεννα. Μόνον τὰ φλύαρα τρυζωνάκια – ζωύφια ἀόρατά τῆς
νυκτός – ἔτριζον ἐκεῖ, κρυμμένα εἰς τοὺς φράκτας τῶν κήπων’’. Η εικόνα αυτή
έρχεται σε αντίθεση με την εικόνα που παρουσιάζει το υπόλοιπο χωριό. ‘‘Γέλια καὶ χαρὰ εἰς τὰ σπίτια τὰ ἄλλα˙
τραγούδια καὶ μουσική. Μενδέρια στρωμένα καὶ τὸ χοιρινὸν κρέμεται στὸ καρφί.
Γλυκὰ στέλνονται εἰς τοὺς σαστικούς. Πανδρειὲς τελειώνουν. Γάμοι ἑτοιμάζονται.
Οἱ ξενιτευμένοι προφθάνουν.’’[26]
Η Μυρσινούλα όμως
αναγκαζόταν να μένει μόνη της στο κατάκλειστο σπίτι τους, καθώς ο πατέρας της
συνήθιζε μετά την χηρεία του ‘‘νὰ
μεταβαίνῃ τὰ Χριστούγεννα εἰς τὸ μοναστήριον, καλούμενος ὑπὸ τοῦ ἡγουμένου.
Κατ᾿ ἀρχὰς ἡ βαρεῖα συμφορά, μόνη αὐτή, τὸν ἔσυρε πρὸς τὴν ἐρημίαν, αἰσθανόμενον
ἀνακούφισιν εἰς τὸν πόνον τῆς ψυχῆς του, ἐκεῖ εἰς τὸ δάσος. Οὕτως ἐνόμιζεν ὅτι
ἀνεκάλυπτε καὶ τὸν σκοπὸν τῆς ὑπάρξεως τῶν μοναστηρίων. Ἠμποροῦν καὶ ἄλλοι λόγοι
νὰ δικαιολογῶσι τὴν ὕπαρξιν αὐτῶν. Ἀλλ᾿ ὁ μπάρμπα – Πέτρος τότε ἔβλεπεν ὅ,τι
ᾐσθάνετο, καὶ ᾐσθάνετο ὅ,τι ἔβλεπεν.
-Τί καλὰ
ποὺ ὑπάρχουν καὶ αὐταδὰ τὰ μοναστηράκια, μωρὲ γυιέ μου!
Ἔλεγεν ἀπομονούμενος εἰς τὰ
πένθιμα τείχη τοῦ μοναστηρίου, τὰ ὁποῖα ἔχουν τὴν ἰδιότητα κατὰ παράδοξον τινὰ
ἰδιοφυΐαν νὰ προξενοῦν χαρὰν εἰς τὸν τεθλιμμένον. Ἀκολούθως καὶ ὅταν διὰ τοῦ
χρόνου ἐπουλώθη ὁπωσδήποτε ἡ ἀπὸ τοῦ θανάτου πληγή, συνήθιζε νὰ ἑορτάζῃ ἐν τῷ μοναστηρίῳ
τὰ Χριστούγεννα. Ηὐχαριστεῖτο ἐκεῖ. Ἐψάρευε νωποὺς ἰχθῦς διὰ τοὺς πατέρας,
ἤκουεν ὡραῖα τὴν πανηγυρικὴν ἀκολουθίαν μαζὶ μὲ τοὺς μοναχούς, μετελάμβανε, καὶ
μετὰ δύο ἡμέρας ἐπανήρχετο πάλιν εἰς τὸ χωρίον.’’[27]
Εκείνη τη χρονιά η Μυρσινούλα ήταν αποφασισμένη
να αντιδράσει. ‘‘Ἐμεγάλωσε πλέον. Ἤθελε νὰ
κάμῃ καὶ αὐτὴ μιὰ φορὰ Χριστούγεννα μὲ τὸν πατέρα της. Νὰ ὑπάγῃ καὶ αὐτὴ τὴν
νύκτα εἰς τὴν ἐκκλησίαν ποὺ εἶναι τόσον εὔμορφα. Νὰ μεταλάβῃ καὶ ὕστερα νὰ στρώσῃ
τραπέζι νὰ φάγουν τὴν αὐγήν. Νὰ κάμῃ τηγανίτες νὰ μοσχοβολήσῃ ὀλίγον τὸ ἔρημο
σπιτάκι της. Νὰ σφάξῃ καμμίαν ὄρνιθα.
Νὰ μὴ ἀκούσῃ
καὶ αὐτὴ τὸ βράδυ τὸ τραγούδι τῶν Χριστουγέννων καὶ νὰ μὴ δώσῃ καὶ αὐτὴ ἕνα
ἀσημένιο εἰς τὰ παιδάκια ποὺ θὰ τῆς τὰ ποῦν; Τοῦ ἁγίου Βασιλείου δὲν τὴν ἔμελε
τόσον. Ἀλλὰ διὰ τὰ Χριστούγεννα εἶχεν ἰδιαιτέραν συμπάθειαν. Ἡ νύχτα ἡ εὔμορφη
μὲ τὴν φωτιὰ καὶ μὲ τοὺς καλλικαντζάρους. Ὁ παστὸς τοῦ χοιρινοῦ ποὺ σβήνει καὶ
ξανασβήνει τὰ κάρβουνα. Ἄχ! τὸ τραγούδι τοῦ Χριστοῦ! Νὰ κάθηται κοντὰ στὴν ἀσβεστωμένη παραστιὰ καὶ νὰ τὸ
ἀκούῃ! Τόσα χρόνια μονάχη της. Δὲν γιώρτασε καὶ αὐτή.
Νὰ ζυμώσῃ καὶ αὐτὴ – ποιός νὰ
φάγῃ! Νὰ στολίσῃ τὸ σπίτι της καὶ αὐτὴ – ποιός νὰ καθίσῃ! Νὰ στολισθῇ καὶ αὐτὴ
– ποῦ νὰ πάγῃ!’’[28]
Ο Μωραϊτίδης μέσα από μια αναπάντεχη
εξέλιξη παράλληλων γεγονότων, έφερε αίσιο τέλος στον ιερό πόθο της Μυρσινούλας.
Η ορφανή κόρη κινδύνευσε να πέσει θύμα της γειτόνισσάς της, η οποία σχεδίαζε να
βοηθήσει τον ξένο υπάλληλο της δημαρχίας να μπει στο σπίτι της Μυρσινούλας και
να την πλανεύσει. Όμως για καλή της τύχη, ο πατέρας της κάμφθηκε από τα παρακάλια
της και αποφάσισε να γυρίσει πίσω, στο σπιτικό τους. Έτσι η Μυρσινούλα ‘‘Στολισμένη καὶ εὔμορφη ἡ κόρη τὴν ἐπαύριον, ἔκαμνε
Χριστούγεννα – πρώτη φορά – μὲ τὸν πατέρα της, κ᾿ ἔσφαξε τὴν κόττα τὴν μεγάλη,
τὴν παχειά, μὴ τύχῃ καὶ λαλήσῃ καὶ δὲν εἶναι καλό. Ἡ δὲ φοβερὰ γειτόνισσα οὐδὲ
τὸ παράθυρον τοῦ ρημαδιακοῦ τῆς ἐτόλμησε ν᾿ ἀνοίξῃ καθ᾿ ὅλην τὴν ἡμέραν. Εἶπαν
ὅτι τὴν ἤκουσαν νὰ βογγᾷ καὶ νὰ γογγύζῃ μέσα κατάκλειστος ὡς νικημένος
πειρασμός.’’[29]
Άλλες οικογένειες βίωναν στιγμές αγωνίας καθώς περίμεναν τα αγαπημένα τους
πρόσωπα να επιστρέψουν από τα ναυτικά τους ταξίδια. Στο ομώνυμο διήγημα Η
θειά Μυγδαλίτσα, την οποία περιπαικτικά φώναζαν ‘‘το Καράβι’’, καθώς
σκιρτούσε σε κάθε προανάκρουσμα της έλευσης πλοίου στο νησί, περιμένε τον γιό
της να επιστρέψει. Πίστευε ακλόνητα ότι ο γιος της θα επιστρέψει μια μέρα,
όντας κάτω από την σκέπη του Χριστού και των Αγίων στην ξενιτειά, μέσα από τις
προσευχές της. Η ίδια συνήθιζε να μεταβαίνει τα Χριστούγεννα στο ερειπωμένο
Κάστρο και να συμμετέχει στη θεία Λειτουργία που ένας εκ των εφημερίων θα τελούσε
στο ναό της Γεννήσεως του Χριστού, στην
παλιά μητρόπολη του νησιού. Η επιστροφή του γιού της μετά από πολλά
χρόνια υπήρξε αναπάντεχη για όλο το χωριό, ενώ για την θεια-Μυγδαλίτσα
αποτελούσε επιβεβαίωση της βαθιάς πίστης της στο Χριστό ότι θα ξαναφέρει πίσω
το μονάκριβο παιδί της πλοίαρχο.
‘‘«Ἄνοιξε, Μαργαρώ. Ὁ ἀδελφός σου, «ὁ
καπετὰν Νικολάκης»
-Ἦτο ἡ φωνὴ τῆς γραίας
γειτονίσσης, ἥτις μαθοῦσα τὴν χαροποιὰν εἴδησιν ἔσπευδε νὰ δείξῃ ὅλην τὴν
ἀγαθήν της διάθεσιν, ὄχι μόνον ἀναγγέλουσα τὴν χαράν, ἀλλὰ καὶ μετέχουσα
ταύτης.
Ἡ Μαργαρὼ συγκεκινημένη μέχρι
δακρύων μὲ παλλομένην ταρακτικῶς τὴν καρδίαν ἐνηγκαλίσθη τὸν ἀνέλπιστον τοῦτον
ἀδελφόν της, ὃν μὲ τόσην χαράν, ὥστε νὰ τὴν συμμερίζεται ὁλόκληρον τὸ χωρίον,
τὸν ἔφεραν τὰ καλὰ Χριστούγεννα, μέσα εἰς τὰς ἀγκάλας της, προστάτην ἀγαθὸν τῆς
ὀρφανίας της, δῶρον τοῦ Χριστοῦ ἀνεκτίμητον’’[30].
Αλλά και στο διήγημα Ὁ Ἀναποδιασμένος, η γριά Σπύραινα
τόσο πολύ είχε ανησυχήσει με την Αργοπορία του Καπετάν Κωνσταντή και της Ευαγγελίστριας, της μάυρης σκούνας του με την
οποία ταξίδευε ο γυίος της ώστε ‘‘ἐπανήλθεν
εἰς τὴν οἰκίαν μὲ κενὰς τὰς χεῖρας καὶ μόνον κατεγίνετο νὰ κομίσῃ εἰς τὸν φοῦρνον
τὸ Χριστουγεννιάτικο ψωμί, ὅπερ εὗρε «γινωμένο» καὶ τὴν «κοκκώνα», τὸ ἐξ ἄρτου ἐκεῖνο
μὲ τὸ λευκὸν ὠὸν ἀνθρωπάριον, δῶρον τῶν Χριστουγέννων πρὸς τὸν ἀναμενόμενον υἱόν
της’’[31].
Επιστρέφει στο σπίτι χωρίς ψώνια, όπου διαμείβεται τρυφερός διάλογος με τα
δύο εγγονάκια της. Εδώ βλέπουμε πόσο όμορφα και διδακτικά γαλουχούνταν τα παιδιά
από μικρά στη πνευματική ζωή, όπλο της οποίας αποτελεί και η νηστεία:
‘‘… Ἒν ἦθ᾿ ὁ μπάμπας μαννοῦ; ἠρώτησαν
καὶ τὰ δύο συγχρόνως περὶ τοῦ ἀναμενομένου θείου, ὅστις ὁσάκις ἤρχετο, ἐκόμιζεν
αὐτοῖς ποικίλα «ταξιδιώτικα δῶρα».
Ἡ γραῖα δὲν ἀπήντησεν ἀρχίσασα νὰ
κατασκευάζῃ καὶ ἄλλας κοκκώνας διὰ τοὺς μικροῦς της ἐγγόνους.
-Τῶνε αὔιο κιάς, μαννοῦ; ἠρώτα ὁ εἷς τῶν
μικρῶν, ἱστάμενος ἔνθεν τοῦ σοφρᾶ, ἐφ᾿
οὗ ἡ γραῖα ἔπλαθε τὴν «κοκκώναν».
-Του ᾿φιι τοὺ τυΐ, μαννοῦ, ἡ κουούνα;
ἔλεγεν ὁ ἕτερος ἱστάμενος ἐκ τοῦ ἄλλου μέρους καὶ ὑπονοῶν τὴν ἀστείαν
παράδοσιν, ὅτι μετὰ τὰς ἀπόκρεω ἡ κορώνη ἀφαιρεῖ τὸν τυρὸν ἀπὸ τῆς οἰκίας καθ᾿
ὅλην τὴν τεσσαρακοστήν, καὶ φέρει τοῦτον πάλιν κατὰ τὴν Ἡμέραν τοῦ Πάσχα…
…-Ποῦ εἶν᾿ ὁ καϊκάτζαους, μαννοῦ; ἠρώτησε πάλιν ὁ ἕτερος
τῶν μικρῶν.
-Τοὺ βάδ᾿ ἰγὼ θὰ πῶ τοὺ ταγοὺδ᾿ , σὰ ᾿θῇ οὑ
μπάμπας Γιουγάκης, εἶπε καὶ ὁι ἕτερος.
Κι ἐξηκολούθουν οὕτως αἱ ἐρωτήσεις
ἀτελείωτοι…’’[32]
Σύμφωνα με το διήγημα ο πλοίαρχος της Ευαγγελίστριας
που δικαιολογημένα αποκαλούσαν ‘‘Αναποδιασμένο’’ έριξε για ακόμη μια φορά τη
σκούνα του επάνω στο Μπούρτζι, την μικρή βραχονησίδα πλησίον του λιμένος της Σκιάθου,
μόνο και μόνο για να μην δεχτεί την παρατήρηση που του έκανε ο ναύκληρος. Μετά
το φοβερό ατύχημα, από το οποίο δεν τραυματίστηκε κανείς, ο υιός της επέστρεψε
στο σπίτι αβλαβής αλλά διάβροχος, και η γρια Σπύραινα, ‘‘ἥτις καινουργὲς σάλι φέρουσα ἐπὶ τῶν ὤμων, ἀτάραχος καὶ γαλήνιαία παρὰ
τὴν ἑστίαν καθημένη ὑπὸ τὸ ἀσθενὲς φῶς ἐλαιολυχναρίου, ἐγυάλιζε μετὰ μητρικῆς
ἀγαλλιάσεως τὰ ὑποδήματα τοῦ υἱοῦ της, ὅστις πλησίον τῆς πυρᾶς ἀνεπαύετο
τεταραγμένον ἀκόμη ὕπνον, διότι ἀνελογίζετο ἴσως καθ᾿ ὕπνους ὅτι ἐγένετο αἴτιος
τῆς συμφορᾶς. Παρέκει ἐκοιμῶντο ὁμοῦ ἐπὶ ἕνὸς κιλιμίου τὰ δύο μικρὰ ἐγγονάκια
τῆς γραῖας μὲ τὶς κοκκῶνες εἰς τὴν ἀγκαλιά, ἐνῷ ἔνεν καὶ ἔνθεν τῶν παιδίων
ἔκειντο δύο ζεύγη ὑποδημάτων ἐκ πρασίνου αἰγὸς δέρματος καινουργῆ, συνδεδεμένα
διὰ τοῦ σχοινίου ἀκόμη, δῶρα τοῦ νεοελθόντος ναύτου’’[33].
Η ετοιμασία των νησιωτών γίνεται μέσα σε πυρετώδεις ρυθμούς. Μετά τον κόπο
της νηστείας, όπου όλα είχαν βυθιστεί στην ησυχία, ήρθε ημέρα χαράς και η αγορά
ξαναζωντάνεψε, με το κρεοπωλείο να ανοίγει πανηγυρικά. ’’Σαράντα ἡμέρας οἱ ἄνθρωποι ἐνήστευον εἰς τὸ νησάκι ἐκεῖνο. Ἡ καλύβη,
ἡ χρησιμεύουσα ὡς κρεοπωλεῖον, εἶχε καταληφθῆ ὑπό τινος ναυπηγοῦ, ὅστις ὑπ᾿
αὐτὴν ἐσκάρωσε πλοιάριον. Τὴν παραμονὴν τὸ ἔρριψεν εἰς τὴν θάλασσαν μ᾿ εὐχὰς κ᾿
εὐλογίας, καὶ ὁ κρεοπώλης κατέλαβε πάλιν την καλύβην, ἀκολουθούμενος ἀπὸ
χοίρους, τράγους καὶ ἀμνούς˙ ὅλα πρὸς σφαγὴν διὰ τὰ Χριστούγεννα’’[34].
‘‘Ἐννοεῖται ὅτι ἡ παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων ἦτο μία τῶν
ἐπισημοτάτων ἡμερῶν τοῦ κρεοπωλείου τοῦ σαλπιγκτοκρεοπώλου αὐτοῦ, ἐρχομένη μετὰ
τεσσαρακονθήμερον νηστείαν, καθ᾿ ἣν οἱ κρεοπῶλαι τῶν χωρίων μεταβάλλονται εἰς
γεωργούς’’[35],
διαβάζουμε στον Αναποδιασμένο. Και συνεχίζει:
…Ἦτο πλέον
δειλινόν. Ἐν τῇ ἀγορᾷ συνηθροίσθησαν ἱκανοὶ νησιώται, ἀκούσαντες τὴν βραχνὴν
σάλπιγγα τοῦ κρεοπώλου, ἧς ὁ ἦχος ἐξήρχετο ὡς τυλιγμένος ἐντὸς τῶν σκληρῶν
γρυλλισμῶν τοῦ σφαζομένου χοίρου. Ὁ κρεοπώλης οὗτος ὑπηρετήσας ὡς σαλπιγκτὴς
εἰς τὸν στρατόν, ἐφύλαξε τὴν σάλπιγγα, ἀνάμνησιν εὐάρεστον τοῦ πολυπαθοῦς
στρατιωτικοῦ βίου, καὶ συνήθιζε κατὰ τὰς ἐπισήμους ἡμέρας τοῦ κρεοπωλείου του
«νὰ βαρῇ αὐτήν», ὡς ἔλεγε, καλῶν τοὺς ἀγοραστάς’’… ‘‘Καὶ ἀντήχει λοιπὸν τὴν
ὥραν ἐκείνην ἡ σάλπιγξ ὡς τεθραυσμένη λάγηνος κ᾿ ἐγρύλλιζον οἱ σφαζόμενοι
χοῖροι γοερῶς, καὶ εἰς ὅλην αὐτὴν τὴν κρεοπωλοταραχὴν ἐκυριάρχει βίαια πάντοτε
ἡ θαλασσοταραχή’’[36].
Έθιμο παλαιότατο, που απηχεί την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας μας και τον ‘‘βαθύ Ὄρθρο’’ όπως ονομάζεται, αποτελεί
η τέλεση της Ακολουθίας των Χριστουγέννων κατά το Μεσονύκτιο, παράδοση που
έχουν διασώσει οι δύο Ενορίες του νησιού και που πρέπει να διαφυλάξουμε και
εμείς με τη σειρά μας στις επόμενες γενεές. Στη μαγεία αυτής της νύκτας, της
πραγματικής Αγίας Νύκτας των Χριστουγέννων, αναφέρεται συχνά ο Μωραϊτίδης. Στον
Αναποδιασμένο διαβάζουμε:
‘‘Ἐπῆλθεν
ἡ νὺξ κελαινὴ καὶ ἀνάστερος. Νέφη μελανόφαια κατεπλάκωσαν τὸ στερέωμα καὶ
νιφάδες χιόνος πυκναὶ ὑπελεύκαζον εἰς τὰς στέγας καὶ τὰς ὁδούς. Οἱ νησιῶται…
διελύθησαν ἕκαστος μεταβὰς εἰς τὸν οἶκον του ν᾿ ἀναπαυθῇ, ἵνα ἐγερθῇ μετὰ τὰ
μεσάνυχτα εἰς τὴν χαρμόσυνον ἀκολουθίαν τῶν Χριστουγέννων. Οὔτε τὸ σύνηθες ἆσμα
ἠκούσθη ἐπὶ πολὺ ἕνεκα τοῦ ὑπερβολικοῦ ψύχους, διότι τὰ παιδία, ἅτινα συνήθως ἐν
ὁμίλοις περιέρχονται τὰς οἰκίας, δὲν ἐτόλμων νὰ ἐξέλθωσι. Καὶ μόνον οἱ
παιγνιδιάτορες, δύο μόνον ἡλικιωμένοι ἄνδρες, ὁ εἷς μὲ τὸ βιολίον, ὁ ἕτερος μὲ
τὸ λαγοῦτον, κατώρθωσαν νὰ περιέλθωσιν οἰκίας τινὰς «γιὰ τὴν καλὴ χρονιά»’’[37].
Το 1898 ο Μωραϊτίδης εξέδωσε το διήγημα Χριστούγεννα στον ύπνο μου, με αφορμή την απόφαση του τότε
Μητροπολίτου Αθηνών να μεταφερθεί η ώρα του Όρθρου των Χριστουγέννων από τα μεσάνυκτα
στις πρώτες πρωινές ώρες. Την απόφαση αυτή ο Μωραϊτίδης θεώρησε εντελώς
κακόβουλη, εμπνεόμενη από πνεύμα φιλαρέσκειας προς τον κόσμο και αδιαφορίας
προς τις παραδόσεις. Λυπήθηκε τόσο που δεν είχε όρεξη ούτε να γευματίσει. ‘‘Ἤμουν τόσον λυπημένος, εἶπον, ὥστε δὲν εἶχον
διόλου ὄρεξιν δι᾿ ἐπισκέψεις, πολὺ περισσότερον διὰ γεῦμα’’[38].
Όλα του φαινόταν χωρίς νόημα την ημέρα εκείνη. ‘‘Τὸ ὑψηλὸν ἐκεῖνο τῆς Ε΄ ὠδῆς, τὸ ἐκ τοῦ μεγαλοφωνοτάτου Ἡσαΐου: «Ἐκ
νυκτὸς ὀρθρίζοντες δοξολογοῦμέν σε», τὸ ἔπαιρνε ἀπὸ μπρὸς ἡ ἡμέρα κ᾿ ἔχανεν
οὕτως ὅλην τοῦ ὄρθρου τὴν μυστικὴν εὐωδίαν’’[39].
Η μεγαλόπρεπη αγρυπνία των Χριστουγέννων αποκτούσε την αίσθηση μιας απλής
Κυριακής. Ακόμη και η καμπάνα του γειτονικού του ναού, ‘‘ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τοὺς Ἀέρηδες’’,
ακουγόταν σαν να μη γιόρταζε τη μεγάλη γιορτή των Χριστουγέννων, αλλά ‘‘μὲ φωνὴν ὅμως βραγχνήν, ὡς σπασμένης
καμπάνας. Ἐσήμαινεν ὥραν πολλὴν πένθιμα καὶ ἄνοστα˙ καὶ μοῦ ἐφαίνετο ὡς νὰ ἔλεγε:
-Τώρα πλιὰ Χριστούγεννα! Τώρα πλιὰ Χριστούγεννα!’’[40]
Και ο λόγος είναι απλός. Η κατάργηση των εθίμων είναι ικανή να φέρει στον
άνθρωπο μεγάλη θλίψη και ακόμη μεγαλύτερη ακηδία. ‘‘Μοῦ ἦλθεν ὕπνος. Πρέπει νὰ ἐκοιμήθην ἀρκετά. Διότι εἶδον καὶ ὄνειρα.
Ὄνειρα τερπνὰ καὶ ὄνειρα φοβερά, εὐώδη ὄνειρα καὶ ὄνειρα βρωμερά. Εἶδον τὴν
ὄρθριον Ἀκολουθίαν ὑπέρλαμπρον, πανευφρόσυνον. Καὶ εἶδον πάλιν τοὺς ναοὺς
κλειστούς, σκοτεινούς. Εἶδον ἱερεῖς λαμπροφορεμένους ὡς ἀγγέλους, καὶ εἶδον ἱερεῖς
μαύρους ὡς κόρακας’’[41].
Η απόφαση του τότε μητροπολίτου Αθηνών, ταλάντευσε άσχημα τις ευαίσθητες
χορδές του αγαθού συγγραφέα θίγοντας την αγάπη του για τα πάτρια. ‘‘Τὰ ἔθιμα ριζώνουν, βλέπετε, μέσα εἰς τὴν
καρδίαν τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅταν καταργῶνται, νεῦρον εὐαίσθητον ξερριζώνεται
βιαίως ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδίαν, ἥτις πονεῖ καὶ ὀδυνᾶται, μεταδίδουσα τὸν πόνον
εἰς ὅλον τὸ σῶμα’’ και εξακολουθεί όσον αφορά τον αδιάφορο προς τις
παραδόσεις άνθρωπο: ‘‘Ὁ ἄνθρωπος, ὅστις δὲν
ἔχει τὸ νεῦρον τοῦτο, δὲν ἀνήκει εἰς ἔθνος. Εἶναι ἀλλότριος αὐτοῦ. Ἀνήκει εἰς
ὅλα τὰ ἔθνη, καὶ εἰς οὐδέν. Νομίζει πὼς εἶναι εἰς τὸν κόσμον ὅλον, καὶ δὲν
εἶναι πουθενά. Εἶναι εἰς τὸν ἀέρα ὅμως. Ἀεροβατεῖ. Εἶναι πολίτης τῆς «Νεφελοκοκκυγίας[42]»
τοῦ Ἀριστοφάνους. Ἐὰν οἱ τοιοῦτοι ἄνθρωποι εἶναι ἄχρηστοι διὰ πᾶν ἔθνος, εἶναι
πολὺ περισσότερον διὰ τὸ Ἑλληνικόν. Εἶναι βλαβεροί. Τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος βλέπομεν
ὅτι φεῦ! ὁλονὲν ἐκλείπει καὶ χάνεται, διότι ἐκλείπουσι καὶ χάνονται οἱ ἔχοντες
τὸ πονετικὸν αὐτὸ νεῦρον ἐν τῇ καρδίᾳ των πολῖται, πληθύνονται δὲ οἱ ἄλλοι, οἱ
περιφρονοῦντες τὰ πάντα˙ οἱ λέγοντες τί
εἶναι τοῦτο καὶ τί εἶναι ἐκεῖνο˙ καὶ τί θὰ πῇ νύκτα, καὶ τί θὰ πῇ ἡμέρα˙ καὶ
ἄλλα, τὰ ὁποῖα συνοψίζονται εἰς τὸ κατάψυχρον, ὡς μπάλα χιόνος, «δὲν βαριέσαι!»’’[43].
Όλη την ημέρα αισθανόταν
αλειτούργητος, χωρίς Θεού ευλογία, λες και δεν είχαν έρθει Χριστούγεννα. Δεν
μπορούσε να εξηγήσει την παράδοξη αυτή απόφαση. ‘‘–Καὶ εἰς τὴν Πόλιν, ὁποὺ εἶναι Τουρκιά, νύκτα -ὄρθρου βαθέος-σημαίνουν
αἱ ἐκκλησίαι!’’[44].
Η στεναχώρια του ήταν τέτοια που λυπήθηκε γιατί δεν σκέφτηκε να εκκλησιαστεί
στους δυτικούς, οι οποίοι παρότι βρίσκονται σε ξένη χώρα ‘‘φυλάττουν τὴν διάταξιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἔθιμον τῆς πατρίδος των’’[45].
Μόνη του παρηγοριά ο άλλος Αλέκος, ο Aλέξανδρος
Παπαδιαμάντης, μαζί με τον οποίο θα γευμάτιζαν στο σπίτι του κυρ-Στρατή, όπου
πιθανώς να έψελναν την ωραία ακολουθία των Χριστουγέννων, την οποία γνώριζαν
από στήθους[46],
κατά το ‘‘ὅπου δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι...’’[47]
του Ευαγγελίου.
Πράγματι το ίδιο απόγευμα μετά το
χαρμόσυνο γεύμα έψαλαν όλη την χριστουγεννιάτικη ακολουθία, και έφτασαν ‘‘ψάλλοντες εἰς τὸν «Κανόνα», ὅπου ἦτο ἔξοχον
θέαμα νὰ βλέπῃ τις τὸν φίλον μου Ἀλεξανδρῆν ψάλλοντα. «Ὅλος ἐξιστάμενος,
ἔκδημος ὅλος, ἱερωμένος Θεῷ», ὡς τὸ Σκεῦος τῆς ἐκλογῆς ἐν τῇ Μεταστάσει τῆς
Θεομήτορος, διέπρεπεν, ἐνθουσιῶν, γοητεύων, ἡδύνων˙ ἔσειε τοὺς πόδας του σείων
μετ᾿ αὐτῶν καὶ τὴν τράπεζαν, ἔσειε τὰς χεῖρας του ρυθμικῶς, μεταδίδων οὕτω τὴν
χαρὰν εἰς πάντα ἀκροατὴν καὶ θεατήν. Ὥστε ὁ νοῦς μου ὁ περιδεὴς συνῆλθε πλέον
τέλεον.
Ἐπείσθην
ὅτι εὑρισκόμην ἐν τῇ ζωῇ, ἐν ὥρᾳ μάλιστα μεγάλης πανηγύρεως’’[48].
Τότε, ο Μωραϊτίδης έγινε θεατής ενός
εκστατικού ονείρου, ενός οράματος. Βρέθηκε μικρό παιδί στο νησί του, την
αγαπημένη του Σκιάθο, όταν ήταν αγνό παιδί. Τότε που ‘‘οὔτε ἐφημερίδας’’ διάβαζε,
‘‘οὔτε ψῆφον’’ είχε, και δεν γνώριζε
‘‘οὔτε ἀπὸ μεταρρυθμίσεις’’…’’οὔτε ἀπὸ ἀνακαινίσεις’’[49].
Παραμονή των Χριστουγέννων. Ημέρα
χαράς και ευφροσύνης. Οι άνθρωποι εκεί γνώριζαν την πραγματική χαρά της γιορτής,
καρπός της νηστείας και της εν γένει πνευματικής προετοιμασίας τους[50].
Ο ενθουσιασμός τους για την έλευση της γιορτής κορυφώνεται την παραμονή με την
αγορά των υλικών αγαθών με τα οποία θα ευφρανθούν και την προετοιμασία των
εδεσμάτων για το χριστουγεννιάτικο γεύμα, μετά τη θεία Λειτουργία.
Οι πυρετώδεις ετοιμασίες φτάνουν εις πέρας πριν το απόγευμα, και τα μαγαζιά
και αυτά θα κλείσουν. ‘‘Ὅλοι συνάζοντ᾿
ἐνωρίς. Ἐνωρὶς θὰ κοιμηθοῦν, διότι ἐνωρὶς – ὄρθρου βαθέος – θὰ μεταβῶσιν εἰς τὸν
ναόν˙ νὰ ἐκκλησιασθῶσι, νὰ ἑορτάσουν, νὰ μεταλάβουν’’.
Είδε τον εαυτό του μικρό παιδί, που ‘‘μὲ
τὸ φαναράκι’’, τη νύκτα τραγούδησε τα Χριστούγεννα ‘‘εἰς τοῦ πάππου’’ του ‘‘τοῦ
γέροντος, τοῦ ἀσπρογένη, τοῦ Παπαλέξανδρου’’, ο οποίος του έδωσε ‘‘δύο είκοσιπενταράκια’’[51].
Στη μία τα ξημερώματα σήμαναν οι καμπάνες. ‘‘Εἰς τὸν πρῶτον ἀκουσθέντα τοῦ κώδωνος τῆς ἐκκλησίας ἦχον ἐπετάχθην.
Ὅλοι οἱ κάτοικοι καθαροί, εἰρηνικοί, φαιδροί, ἐσυνάχθησαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Τί
τάξις! τί εὐπρέπεια! τί κοσμιότης!’’ Οι ιερείς με τις καλές τους στολές,
έμοιαζαν με τους δύο αρχαγγέλους και διεύθυναν με αρμονία και τάξη την
ακολουθία. ‘‘Πῶς νὰ μὴ ὑπάρξῃ σεμνότης
καὶ εὐπρέπεια, εἰς ἐκεῖνον τὸν ναΐσκον, ἀφοῦ ἡ θρησκευτικὴ πομπὴ διευθύνετο ἀπὸ
δύο τοιούτους ἀρχαγγέλους!’’[52].
Το όνειρο του έδωσε ξανά ζωή. ‘‘Ἦτο
τόσον θερμὸν τὸ ὄνειρόν μου τὸ ἀλησμόνητον, ὥστε μοῦ ἐθέρμανε ψυχὴν καὶ σῶμα.
Δὲν ἤμουν πλέον ἐγὼ ὁ ἀνεόρταστος, ὁ ἀλειτούργητος, ὁ ἀφωρισμένος. Ἑώρτασα τὰ
τρυφερώτατα Χριστούγεννα μὲ τόσα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα δὲν ὑπάρχουν πλέον. Χωρὶς
ἄλλο ἦτο ὄνειρον ἐξ οὐρανῶν διὰ τὴν εἰς τὰ ὡραῖα ἔθιμα τῆς πατρίδος μου πίστιν
ἀτίμητος ἀμοιβή. Συμμετέσχον τότε χαίρων τῆς χαρᾶς τοῦ φιλικοῦ δείπνου. Δείπνου
ὄντως Χριστουγεννιάτικου, μὲ ὅλην τὴν γοητείαν τὴν καθαυτὸ ἑλληνοπρεπῆ, τὴν
ὁποίαν αἰσθάνονται μόνον ὅσοι ἀγαποῦν καὶ λατρεύουν τὰ Πάτρια…’’[53].
Το ίδιο θέμα διαπραγματεύεται πολύ αργότερα στο διήγημά του Η
ιστορία μιάς τυρόπιττας που
δημοσιεύει το 1928. Εκεί αναφέρεται με νοσταλγία στην παλιά και ευλαβική
συνήθεια να τελείται η ακολουθία των Χριστουγέννων όρθρου βαθέος: ‘‘Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἡ λαμπρὰ Ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων ἦτο νυκτερινὴ καὶ
ἐδῶ καὶ παντοῦ. Ἤρχιζεν εἰς τὰς 2 τὴν νύκτα καὶ ἔληγεν εἰς τὰς 5. Ὄρθρου
βαθέος. Καὶ εἶχε πολὺ τὸ κατανυκτικόν, πολὺ τὸ ἐξαρτικόν, καὶ πολὺ τὸ ἐπιβάλλον
ἡ θεσπεσία αὐτὴ τῆς ὀρθοδοξίας ἑορτή, συγκινοῦσα βαθύτατα τὴν καρδίαν καὶ
μεταρσιοῦσα πρὸς οὐρανὸν τὸ πνεῦμα τοῦ χριστιανοῦ, ὅστις θερμαινόμενος ὑπὸ τῆς
πίστεως συνέψαλλε μὲ τὸν Ἠσαΐαν μαζὶ τὴν μεγαλόστομον ὠδήν τοῦ «Ἐκ νυκτὸς
ὀρθρίζοντες δοξολογοῦμέν σε Φιλάνθρωπε[54]»’’. Όταν έγραφε το διήγημά του, είχε
γενικευτεί πλέον η μεταφορά της Ακολουθίας στις πρωϊνές ώρες. Είχε όμως
ανακαλύψει μαζί με τον Παπαδιαμάντη, τον Άγιο Ελισσαίο, ‘‘ἕνα…κατανυκτικώτατον καταφύγιον…, ἕνα ἰδιωτικὸν ἐκκλησσιδάκι, ἀπέναντι τῶν φυλακῶν τοῦ Παλαιοῦ Στρατῶνος
τοῦ ἱππικοῦ, παρὰ τὴν ἀρχαίαν Ἀγοράν˙ μέσα εἰς μίαν αὐλὴν μεγάλην ὡσὰν μοναστηρίου,
ὅπου ἐτελοῦντο Ἀγρυπνίαι καθ᾿ ὅλας τὰς μεγάλας ἑορτὰς τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπὸ
τὰς ὁποίας ποτὲ δὲν ἐλείπαμεν καθοδηγοῦντες τοὺς ψάλλοντας καὶ ψάλλοντες καὶ
ἡμεῖς, τοὺς Κανόνας ἰδίως, δεξιὰ ὁ Παπαδιαμάντης, ἀριστερὰ ἐγώ, μὲ ὅλην τὴν
τέρψιν τὴν ὁποίαν παρέχει εἰς τὴν ψυχὴν μία ἀπόλαυσις εἰς ἐκεῖνον ὁποὺ εἶναι
συνηθισμένος εἰς τοιαύτην νυκτερινὴν προσευχήν. Καί ἡμεῖς εἴμεθα συνηθισμένοι
ἀπὸ τὴν νῆσον μας ὅπου εἶναι πολὺ γνωσταὶ αἵ Ἀγρυπνίαι ὄχι μόνον εἰς ἐξωκκλήσια
ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς δύο ἐνοριακοὺς ναούς’’[55].
Ο Μωραϊτίδης περιγράφει διεξοδικά
την όμορφη ατμόσφαιρα των αγρυπνιών του Αγίου Ελισσαίου: ‘‘Περὶ τὸ μεσονύκτιον λοιπὸν ἀφοῦ ἔκαμα τὰς διορθώσεις τῶν τῆς
παραμονῆς περιγραφῶν μου τῆς ἀγορᾶς εἰς τὴν Ἀκρόπολιν, μετέβην βιαστικὰ εἰς τὸν
Ἅγιον Ἐλισσαῖον, ὅπου εἶχε προχωρήσει πλέον ἡ Ἀγρυπνία. Εὗρον δὲ τὸν ναΐσκον γεμάτον ἀπὸ κόσμον. Ὁ
χειμὼν ἦτο ἀρκετὰ δριμὺς τὸ ἔτος ἐκεῖνο, ἡ δὲ πυκνὴ τοῦ ναΐσκου συρροὴ τῶν
εὐλαβῶν ἀγρυπνητῶν ἀπετέλει μίαν εὐάρεστον θερμότητα, ὁποὺ καὶ ὁ πλέον ἀτίθασος
εἰς τὰ τοιαῦτα ἠμποροῦσε νὰ τὴν ἀνεχθῆ. Μέχρι τοῦ τέμπλου εἶχον προχωρήσει οἱ
πιστοί, πρὸς δὲ τὸ δυτικὸν μέρος, πρὸς τὸν Νάρθηκα, ἦσαν αἱ γυναῖκες
παρακολουθοῦσαι μὲ προσοχὴν τὴν ὥραν ἐκείνην τὴν γινομένην ἀνάγνωσιν εἰς τὴν
ὑπόθεσιν τῆς ἑορτῆς. Εἶχε τελειώσει ὁ Ἑσπερινός, ἔγινεν ἡ εὐλόγησις τῶν ἄρτων,
καὶ μετὰ τὴν Ἀνάγνωσιν θὰ ἤρχιζεν ὁ ὄρθρος, τὸ ὡραιότερον μέρος τῆς Ἀκολουθίας
τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας διὰ τοὺς θεσπεσίους ὕμνους τοῦ Κοσμᾶ καὶ Δαμασκηνοῦ, διὰ
τοὺς γλυκυτάτους πολυελέους, τοὺς τρεῖς ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ, διὰ τοὺς Κανόνας
εἶτα, ὅτε ἐκυριάρχει ὁ Παπαδιαμάντης, ψάλλων μὲ τὴν ἄχρουν ἐκείνην ἀσθενικὴν
φωνήν του, ἀλλὰ μὲ τὸ περιπαθὲς ἀλησμόνητον ὕφος κατορθώνων νὰ μεταδίδῃ τὸν
ἐνθουσιασμόν του εἰς τοὺς ἀκούοντας, οἱ ὁποῖοι χωρὶς νὰ θέλουν τὸν
παρηκολούθουν καὶ αὐτοὶ εἰς τὰς ἁρμονικὰς κινήσεις του ἐν τῷ ψάλλειν, ὅτε
ἐκινεῖτο ὅλος κ᾿ ἐχόρευε κ᾿ ἐλαφρῶς
ἐκτύπα τὰς χεῖρας του ἐπὶ τοῦ ἀναλογίου καὶ τοὺς πόδας του ἐπὶ τοῦ ξυλίνου
δαπέδου, χωρὶς νὰ γεννᾷ καμμίαν χασμωδίαν. Εἰσῆλθον μετὰ κόπου διασχίσας τὴν
πυκνὴν τῶν πιστῶν Σύναξιν, καὶ μὲ τὸ βλέμμα ἀνερευνοῦσα νὰ συναντήσω τὸν καλόν
μου ἑταῖρον μέσα εἰς τὸ πυκνὸν ἐκεῖνο ἐκκλησίασμα, ὅτε τὸν βλέπω. Ἡ χαρά μου
ἐζωγραφήθη ἀμέσως εἰς τὰ μάτια μου καὶ τὰ χείλη. Ἦτο ἐκεῖ ὄρθιος ἐπὶ τοῦ στασιδίου
του, διότι οὐδέποτε ἐκάθητο, καὶ ἔβλεπε πρὸς τὴν θύραν καὶ αὐτός, ἀναμένων με’’[56].
Η Αγρυπνία ‘‘ἐξηκολούθησε κατόπιν προβαίνουσα ὁμαλῶς μὲ πολλὴν τάξιν καὶ μὲ πολλὴν
ψαλτοφωνίαν, καθ᾿ ἣν ἐψάλαμεν τοὺς Κανόνας κατὰ τὸ σύνηθες πρὸς χαρὰν ὅλου τοῦ
ἐκκλησιάσματος˙ ἔληξε δὲ περὶ τὴν πέμπτην πρωινὴν ὥραν, ὅτε συγχρόνως ἀπέλυον
τότε καὶ οἱ ἐνοριακοὶ ναοί, καὶ ἐτελεῖτο οὕτω μία ἔκτακτος πανηγυρικὴ κίνησις
ἔξω εἰς τὰς ὁδοὺς τῶν διαφόρων συνοικιῶν, ὡς κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, ὅτε
διάφοροι ὅμιλοι πιστῶν, γυναῖκες καὶ ἄνδρες συνηντῶντο εἰς τὰς ὁδοὺς
ἐξερχόμενοι ἀπὸ τοὺς ναούς των καὶ μεταβαίνοντες εἰς τὰς οἰκίας των’’[57].
Είχαν ανακαλύψει μια πνευματική όαση, όπου μπορούσαν να γιορτάσουν τα
Χριστούγεννα και κάθε γιορτή, όπως γνώριζαν, ‘‘μὲ ἀγαλλίασιν καὶ χαράν’’, την οποία αποκτούσε η καρδιά τους ‘‘ἀπὸ τὴν ἱερὰν Ἀγρυπνίαν’’[58].
Έχοντας κατά νου τις Εκκλησιαστικές συνάξεις του νησιού του, οι οποίες
αποκτούσαν πάνδημο χαρακτήρα, ιδίως στις μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, ο
Μωραϊτίδης δίδει ιδιαίτερη έμφαση στην ενότητα του λειτουργικού σώματος του
Χριστού στα εορταστικά διηγήματά του. Η εσωτερική ενότητα εκφράζεται και
εξωτερικά σαν κοινή και φυσική εκδήλωση όλων των μελών. Οι πιστοί
συγκεντρώνονται στην εκκλησία σε Εκκλησία για να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα, ‘‘Ὅλοι
στολισμένοι. Σὲ κομμάτι ἐγέμισεν ἡ Ἐκκλησία. Ἐγέμισαν τὰ στασίδια, γραμμὴ
δεξιά, γραμμὴ ἀριστερά. Ἀνάψανε τοὺς πολυελαίους. Οἱ παπάδες ἐνδυθήκανε τὰ
ὁλόχρυσα ἱερά τους. Ὁλόχρυσοι ἀπὸ πάνω ὣς κάτω’’[59].
Το σώμα των πιστών αποτελούν άνθρωποι από κάθε
κοινωνική τάξη, που τη μέρα αυτή όλοι στολισμένοι και ευπρεπείς και κυρίως αδελφωμένοι
θα παραστούν στα Γενέθλια του Σωτήρος ‘‘-Ἦλθεν
ὁ δήμαρχος καὶ ὅλη ἡ δωδεκάδα. Ὅλοι στολισμένοι μὲ κατακαίνουργα σταυρωτὰ
περιστήθια, μὲ καινούργιες γοῦνες ὅλοι, μὲ τὰ φέσια των τὰ ὑψηλά, στὴν ἀράδα,
κατακόκκινα, σὰν παπαροῦνες. Ἐκεῖ ἦτον καὶ ὁ ἀριστερὸς ψάλτης, μὲ τὸ βρασμένο
τὸ αὐγὸ στὴν τσέπη, νὰ ποῦν τὸ Χριστὸς γεννᾶται καὶ νὰ τὸ φάγῃ ἀμέσως ν᾿ ἀνοίξῃ
τάχα ἡ φωνή του, κλεισμένη ἀπὸ τὰ λάδια.
Ἦλθε καὶ ὁ καϊριστὴς ὁ
Μανωλάκης ἀπὸ τοὺς πρώτους μαθητὰς τοῦ Καΐρη, δύο φορὰς τὸν χρόνον ἐμβαίνων εἰς
τὴν ἐκκλησίαν, Χριστούγεννα καὶ Πάσχα˙ κ᾿ ἔστεκε κ᾿ ἐκοίταζε γύρω-γύρω σὰν
χαζός.
Ἦλθε καὶ ὁ βαυαρὸς ὁ ἰατρός, μὲ τὰ μαῦρα εὐρωπαϊκὰ
ροῦχα του, ἐκεῖ εἰς τὸν χορόν, στιλπνός, καθαρός, μὲ τὸ παράσημον εἰς τὸ στῆθος,
φράγκος αὐτός, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὴν καλωσύνην του ἑορτάζων μαζί μας.
Ἦλθαν καὶ οἱ δύο ἐξόριστοι διὰ τὰ ναυπλιακὰ
ἀξιωματικοὶ μὲ χρυσᾶ κουμπιὰ καὶ μὲ σιρίτια, μὲ τὰ σπαθιά τους, μὲ τὶς σπαλέτες
τους τὶς βαυαρικές, καὶ ἐστάθησαν δίπλα, κοντὰ στὸ δεσποτικόν. Παρακάτω, στὸ
παγκάρι, μαζὶ μὲ τοὺς ἐπιτρόπους, ἦτον ὁ εἰρηνοδίκης, καὶ ὁ τελώνης,
στολισμένοι ἀλλ᾿ ἀσυνήθιστοι αὐτοὶ νὰ
σηκώνωνται νύκτα καὶ ὅλο κ᾿ ἐχασμῶντο, διακόπτοντες συχνὰ τὴν ψαλμωδίαν. Τέλος ἄρχισεν ἡ
Ἀκολουθία’’[60].
Το όμορφο έθιμο της Προαιρέσεως μας
παρουσιάζει ο Μωραϊτίδης διεξοδικά στα ‘‘Χριστούγεννα στις Τρεις Μπούκες’’.
Παρόμοια περιγραφή έχει ο Παπαδιαμάντης στην Ντελισηφέρω[61].
Πρόκειται για ένα αρχαίο έθιμο, το οποίο γινόταν στις δυο ενορίες του
νησιού τα Χριστούγεννα κατά την διάρκεια της Ακολουθίας του Όρθρου και
συγκεκριμένα κατά την ψαλμώδηση της Ενάτης Ωδής.
Σύμφωνα με την
τάξη των ενοριών της Σκιάθου, επηρεασμένη από την αρχαιοπρεπή τάξη των
κολλυβάδων, απαραίτητος βοηθός στο χορό των ψαλτών υπήρχε ο κανονάρχης, ο
οποίος προαπήγγειλε κατά λογάδιν το τροπάριο όπου ψαλλόταν. Όταν η ακολουθία
έφτανε στον ειρμό του δευτέρου κανόνα της Θ’ ωδής, όπου ο ύμνος καταλήγει στην
φράση ἡ προαίρεσις δίδου τότε ο κανονάρχης με ανοικτό
το Μηναίο περιερχόταν μέσα στην εκκλησία, ζητώντας από τους πιστούς την
προαίρεσή τους, την καλή τους διάθεση να τον ανταμείψουν για την αγαθή του
υπηρεσία.
‘‘Ἔπρεπεν ἀφοῦ καλαναρχήσω τὸν
τελευταῖον εἱρμὸν «Στέργειν μὲν ἡμᾶς» μὲ τὸν τελευταῖον αὐτοῦ στίχον «ἡ
προαίρεσις δίδου» νὰ φύγω ἀπὸ τὸν ψάλτην καὶ νὰ περιέλθω, μὲ ἀνοικτὸν τὸ
βιβλίον ὡς δίσκον, ὅλα τὰ στασίδια, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ στεκόμενος
ἐμπροστὰ των, εἰς τὴν ἀράδα, νὰ χαιρετίζω ἕναν-ἕναν, ἐπαναλαμβάνων: «ἡ
προαίρεσις δίδου», τὸν τελευταῖον τοῦ εἱρμοῦ στίχον, ὅπερ ἰσοδυναμεῖ «διὰ τὸν
κόπον μας ὁποὺ καλαναρχοῦμεν ὅλον τὸν χρόνον…». Καὶ τότε κάθε ἕνας νὰ μοῦ ρίπτῃ
εἰς τὸ βιβλίον ὅ,τι προαιρεῖται, ὅ,τι εὐχαριστεῖται’’[62].
Με την πολλή όμορφη και ευλαβική αυτή συνήθεια επαινούσαν την καλλιέργεια
των παιδιών στη λειτουργική γλώσσα της εκκλησίας και την πνευματική διακονία
της ενορίας τους.
Ιδιαιτέρως όμως τις μέρες των Χριστουγέννων οι Σκιαθίτες θυμούνται και την
παλιά τους ενορία, την παλιά τους μητρόπολη. Το ναό της Γεννήσεως του Χριστού
στο Κάστρο της Σκιάθου, στο μεσαιωνικό οικισμό του νησιού, που υπήρξε έδρα της
επισκοπής Σκιάθου και μητροπολιτικός ναός του νησιού από το 1350 περίπου μέχρι
το 1827. Ο ναός αυτός ενέπνεε και εμπνέει ιδιαίτερο δέος καθώς υπήρξε ο χώρος
όπου οι πρόγονοί τους γαλουχήθηκαν στην παράδοσή τους και άντεξαν τις κακουχίες
που τους προξενούσαν οι κατά καιρούς κατακτητές. Όταν μετά την επανάσταση του
1821 η Σκιάθος βρέθηκε μέσα στην ελληνική επικράτεια και η πόλη της μεταφέρθηκε
στο χώρο όπου βρισκόταν παλιότερα η βυζαντινή πολίχνη, το Κάστρο εγκαταλείφθηκε
και μαζί του και οι εκκλησίες του. Ωστόσο ‘‘εὐλαβεῖς
τινες ἱερεῖς, αἰσθανόμενοι ἀγάπην καὶ πόνον πρὸς τὴν ἀρχαίαν ἐκείνην τῆς νήσου
Μητρόπολιν, τολμῶντες μετέβαινον τακτικῶς κατ᾿ ἔτος καὶ ἐτέλουν τὴν Ἀγρυπνίαν
τῶν Χριστουγέννων συνοδευόμενοι καὶ ἀπὸ πολὺ ὀλίγους πανηγυριστάς, ἰδίως
εὐλαβεστάτας γυναῖκας. Τὸ ἱερὸν αὐτὸ καθῆκον εἶχεν ἀναλάβει εἰς τὰς ἡμέρας του
ὁ παπᾶ–Θάνος, ὅστις καὶ τὸν χρόνον αὐτὸν ἀπεφάσισε νὰ ἀπέλθῃ ἐκεῖ συνεννοηθεὶς
μὲ τὸν μπάρμπ᾿ Ἀναγνώστην’’[63].
Πολλές φορές μάλιστα οι ιερείς αψηφούσαν τον κίνδυνο καθώς ο καιρός τύχαινε να
μην είναι καλός, αφιέμενοι στην αγάπη του Χριστού. ‘‘Τὸ εἶχε λοιπὸν τάξιμον ἱερὸν τὸ καθῆκον τοῦτο ὁ παπᾶ–Θάνος. Χειμὼν ἦτο,
κατακλυσμὸς ἦτο, ἔπρεπε ν᾿ ἀπέλθῃ, πρὸς ἐπιτέλεσιν τῆς πανηγύρεως’’[64],
διαβάζουμε στο διήγημα Σκαλικάνδζαρος.
Μόνιμο εκκλησίασμα στην τελούμενη θεία Λειτουργία στο Χριστό στο Κάστρο,
ήταν οι βοσκοί της γύρω περιοχής, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το χώρο του
μεσαιωνικού φρουρίου ως χειμαδιό. Με πολύ ποιητικό τρόπο μεταφέρει τους ποιμένες
πλησίον της Γέννησης, ως εικόνα διαχρονική της βιώσεως του Μυστηρίου της Ενσαρκώσεως
του Θεού. Μάρτυρες μιας ακόμη Αγίας νύκτας των Χριστουγέννων:
‘‘-Μεσάνυκτα! Νά, μεσάνυκτα, διέκοψε
τότε ὁ Κουτσογεώργης, μετὰ ὥραν σιωπῆς καταβιβάσας τὴν κουκούλλαν τῆς κάππας
καὶ θεωρῶν σοβαρῶς τοὺς ἀστερισμοὺς.
-Νά ὁ ἀστέρας! Νά ὁ
μεσονύκτης! εἶπε καὶ ὁ ἄλλος ποιμήν, παρακολουθῶν τὸν σύντροφόν του εἰς τὴν
πρακτικὴν ταύτην ἀλλ᾿ ἀκριβῆ ἀστρολογίαν.
Καὶ τοὺς εἶδες τότε ἐκεῖ τοὺς
σκαιοὺς αὐτοὺς ποιμένας ν᾿ ἀποκαλυφθῶσιν εὐλαβῶς καὶ νὰ προσκυνῶσιν ἐπί τινας
στιγμὰς ἐν κατανύξει, γονατισμένοι, ὡς νὰ παρίσταντο μυστηριωδῶς ἐν τῇ ἑβραϊκῇ
Βηθλεὲμ εἰς τὴν θείαν τοῦ Σωτῆρος γέννησιν.
-Χριστούγεννα! Χριστούγεννα!’’
…‘‘Μετ᾿ ὀλίγας στιγμὰς ἡ ἔρημος ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔλαμπεν ἀπὸ τοὺς ἀναφθέντας
φανοὺς ὑπὸ τῆς γραίας καὶ τὰ τόσα κηρία. Τὸ παιδίον καταληφθὲν ὑπὸ ἐμφύτου
τινὸς ἐνθουσιασμοῦ ἐσώρευσεν ἐπὶ τῆς πυρᾶς τόσα ξηρὰ φρύγανα, ὥστε ἀνέλαμψεν
ὅλον τὸ ἔρημον Κάστρον…’’
‘‘Τέλος ἀνέλαμψαν φαιδρῶς καὶ τὰ
πρόσωπα τῶν τεσσάρων τούτων μόνον προσκυνητῶν τῆς πάλαι ζωηρᾶς ἐκκλησίας, ἐφ᾿
ὧν ἐζωγραφήθη ἀνεκλάλητος χαρὰ παγκοσμίου πανηγύρεως, ἥν, ἀφθόνως καιόμενον τὸ
θυμίαμα, ὡς νεφελώδης τις σκέπη, ἀνῆγεν εἰς τὴν ξυλίνην τοῦ ναοῦ στέγην, καὶ
ἐκεῖθεν διὰ τῶν χασμάδων ἔφερε πρὸς τὸ στερέωμα, εἰς τοὺς θρόνους τοῦ
Θεανθρώπου. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην καὶ τὸ λεπτὸν ἀπόγαιον ἐναρμονίως φυσῶν,
λέγεις, ἀπετέλει μυστικὴν ὑμνωδίαν, ἥτις ἐν τῇ θεσπεσίᾳ ταύτῃ ὥρᾳ πρὸ τοῦ ἁπλοῦ
τῶν ποιμένων ὁμίλου καὶ τῆς φεγγοβολούσης ἐκκλησίας ἐπανελάμβανε τοὺς
ἀγγελικοὺς ὕμνους:Δόξα ἐν Ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία!».
Οἱ ποιμένες ἀσπασθέντες τοῦ
Χριστοῦ τὴν Εἰκόνα ἐξῆλθον πάλιν ἐπαναλαμβάνοντες:
-Χριστούγεννα, παιδί μου,
Χριστούγεννα! Ρίξε τὸ ρύζι νὰ γίνῃ ὁ τζουρβᾶς˙ καὶ πάρε τὴν λύρα σου νὰ πῇς τὸ
τραγούδι˙ τροπάρια δὲν ξέρουμε’’[65].
Όπως διασώζει το διήγημα Η θειά-Μυγδαλίτσα, την χρονιά εκείνη
δεν μπόρεσε να παρευρεθεί ιερέας στο Κάστρο και οι ποιμένες έμειναν αλειτούργητοι.
Την Ακολουθία των Χριστουγέννων όμως, αντικατέστησε η περιπαθής και γλυκειά
μελωδία του μικρού τσομπανόπουλου, το οποίο, μη γνωρίζοντας άλλο τροπάριο,
έψαλε με όλη την ψυχή του τα Κάλαντα. ‘‘Ἡ γραῖα ἦτο ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ. Οἱ δύο ποιμένες
ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῦ παιδίου, κουκουλλωμένοι διὰ τὸ ψῦχος καὶ στηριζόμενοι ἐπὶ
τῶν ποιμενικῶν ράβδων ἄνω τῆς ποθητῆς χύτρας, ἠκροῶντο ἐν κατανυκτικῇ χαρᾷ τοῦ
ἄσματος:
Χριστούγεννα! Πρωτούγεννα!
Πρώτη γιορτὴ τοῦ Χρόνου!
Ἐβγάτε, ἀκοῦστε, μάθετε
πὼς ὁ Χριστὸς γεννιέται.
Γεννιέται κι ἀναθρέφεται
στὸ γάλα καὶ στὸ μέλι.
Τὸ γάλα τρῶν οἱ ἄρχοντες,
Τὸ μέλι οἱ ἀντρειωμένοι’’[66].
Αλλά και οι ναυτικοί του νησιού, όταν δεν προλάβαιναν να γυρίσουν στη
Σκιάθο και ο καιρός τους πόδιζε σε κανένα θαλασσινό καταφύγιο, ήξεραν πώς να
γιορτάσουν τα Χριστούγεννα. Το διήγημα Χριστούγεννα στις Τρεις Μπούκες μας
μεταφέρει στο τρικάταρτο μπάρκο του καπετάν-Φώκα, τη ‘’Σκίαθο’’, που έχει αποκλειστεί
σε ένα μικρό κολπίσκο της Σκύρου από τον καιρό. Το πλήρωμά της, σκιαθίτες
ναυτικοί ως επί το πλείστον, βρίσκονται μακριά από τους δικούς τους την
παραμονή των Χριστουγέννων, την κατεξοχήν γιορτή της οικογένειας. Μάταια ο
καπετάν Φώκας, ‘‘ἑπτὰ μηνῶν γαμβρός’’,
προσδοκούσε ‘‘νὰ ἑορτάσῃ τὰ Χριστούγεννα ἐν τῇ νήσῳ του, μετὰ τῆς νεαρᾶς συζύγου του’’[67].
Αλλά και ο γέρο Μπούμπας, γηραιός ναυτικός, ο
οποίος ‘‘ἤλπιζε μιὰ φορά, τέλος πάντων, νὰ εὑρεθῇ τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν
πατρίδα του, ἀπηλπισμένος καὶ αὐτός, μὲ ὀργὴν ἔσφιγγε μέσα εἰς τὰς σκληρὰς
παλάμας του τοὺς ἀφρούς, ὁποὺ τοῦ ἔρριπτον εἰς τὸ στῆθος του ἐπάνω τὰ κύματα, ἀναθεματίζων
αὐτὰ καὶ λέγων:
-Δὲν μὲ ρίχνετε σὰν τὸν Ἰωνᾶν
στὴν θάλασσα, να μπονατσάρῃ!’’[68]
Μόνο ο Γιάννης ο Μπύρρος, ‘‘ἔχων τάξιμον ν᾿ ἀγρυπνῇ πάντοτε τὴν νύκτα τῶν Χριστουγέννων,
ὅπως-ὅπως, ὅπου καὶ ἂν εὑρίσκετο’’, κατόρθωσε να τους κάνει να ξεχάσουν τη λύπη τους και
τους προτρέπει να γιορτάσουν και αυτοί τα Χριστούγεννα.
‘‘Ἔ, βρὲ παιδιά, τί νὰ γένῃ!’’… ‘‘Συντροφιὰ μὲ τὴν θάλασσαν, βρὲ παιδιά, θὰ τὰ
ποῦμε τὰ Χριστούγεννα. Ἐπάνω στὸ κῦμα˙ σιμὰ στὸν ἀφρόν. Μὲ τὴν χιονιά, μὲ τὴν
τρικυμίαν, μὲ τοὺς ὕμνους τῶν ἀρμένων μας, μὲ τῆς θάλασσας τὰ λιβάνια, μὲ τὶς
λαμπάδες τοῦ μαΐστρου, ποὺ φέγγουν ψηλά, ἀπὸ τὰ οὐράνια, καὶ φωτίζουν σὲ μιὰ
στιγμὴ ὅλην τὴν πλάσιν, στεριὲς καὶ πέλαγα.
Καὶ ἀγαλλόμενος ὅλος, μὲ λάμψιν εἰς τὰ μάτια του χαρᾶς,
ἐκραύγαζε, στρίβων τὸν λευκὸν του μύστακα:
-Χριστὸς
γεννᾶται, βρὲ παιδιά! Συντροφιὰ μὲ τὴν θάλασσαν!’’[69].
Μετά το πρώτο ποτήρι από το σκιαθίτικο τσίπουρο,
το οποίο τους πρόσφερε, ‘‘γιὰ νὰ τοὺς
βάλῃ, ὡς ἔλεγε, λίγο-λίγο στὸ δουζένι’’, οι ναύτες ξεκίνησαν να ‘‘ψάλλωσιν’’…‘‘κάτω τὸ ἆσμα τῶν
Χριστουγέννων, μετὰ πόνου βιαζόμενοι νὰ λησμονοῦν τὴν πατρίδα καὶ τὰς οἰκίας
των, συνηθισμένοι εἰς τὰς ἀποδημίας’’[70].
Μέσα στην τρικυμία οι ναυτικοί προσπαθούν να βρουν κάτι το οποίο θα τους
μεταφέρει νοερά πίσω στο νησί τους. Για αυτό και όταν η πρωραία καμπάνα της
βάρδιας σείσθηκε από τον αέρα ‘‘ὡς κώδων
παρεκκλησίου ἐντὸς δάσους, τὸν ὁποῖον ἔκρουε πενθίμως ἡ καταιγίς’’, φάνηκε
‘‘εἰς ὅλους τότε ὡς νὰ ἐσήμαιναν τὰ
Χριστούγεννα˙ καὶ ὅλοι, ἀνεπαισθήτως, ἔκαμαν τὸν σταυρόν των. Ὁ ναύκληρος
ἐνθυμηθεὶς τὴν οἰκογένειάν του καὶ τὴν ἐνορίαν του, τὸν ἴδιον ἑαυτὸν του
ἐνθυμηθείς, ὅτε ἦτο παιδίον, ἐδάκρυσε, καὶ ἤρχισε νὰ διηγῆται ὡραῖα ἐπεισόδια
τοῦ νεανικοῦ του βίου’’[71].
Οι ναύτες γεμάτοι συγκίνηση άρχισαν κατά σειρά να
διηγούνται τις αναμνήσεις τους από προγενέστερα Χριστούγεννα. ‘‘Καὶ ἤκουες ἐκεῖ κάτω: Νὰ ἰδῇς μιὰ χρονιὰ τὰ
Χριστούγεννα, καὶ νὰ ἰδῇς ἄλλη χρονιά, καὶ νὰ ἰδῇς τὴν παραμονήν…’’[72].
Άρχισαν να θυμούνται ιστορίες φαιδρές και όμορφες, από τα παιδικά τους χρόνια και περασμένα Χριστούγεννα, όπως το πάθημα του καπετάν-Φαφάνα, όταν ήταν
παιδί. Το πως κατάφεραν και τον ξεγέλασαν τα άλλα παιδιά, ανάμεσά τους κι ο
Γιάννης ο Μπύρρος, κατορθώνοντας να του αρπάξουν από το Μηναίο την ‘‘προαίρεσι’’ καθώς κανοναρχούσε.
Η φαιδρή ανάμνηση της Λειτουργίας των
Χριστουγέννων στην ενορία του ωθεί τον Μπύρρο να ζητήσει από τον Φαφάνα να
ψάλλει την ιαμβική Καταβασία της Θ’ ωδής ‘‘Στέργειν
μὲν ἡμᾶς’’, το οποίο ο τελευταίος επιτελεί με κάθε επισημότητα, μικρή δέηση
στον Τεχθέντα. Έψαλε ‘‘μὲ γλυκύτητα ἔκτακτον, τὸ περιπαθὲς τοῦ
Δαμασκηνοῦ ἆσμα, κελάηδημα μᾶλλον πρὸς τὴν Θεοτόκον, ὁποὺ ἐκελάηδησεν ἡ
γλυκύφθογγος ἐκείνη ἀηδών, ὄχι μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ μὲ τὴν καρδίαν’’[73].
Αλλά ‘‘πρὶν
ἀρχίσῃ, τοὺς εἶπε νὰ σηκωθοῦν ὅλοι ἐπάνω μὲ εὐλάβειαν καὶ νὰ ἀποκαλυφθοῦν. Νὰ
βάλουν δὲ θυμίαμα εὶς τὸ θυμιατὸν καὶ νὰ θυμιάσουν’’.
Και τότε ‘‘Ἡ
φωνὴ τοῦ ψάλτου μελιχρῶς ἠκούετο μέσα εἰς ἐκείνην τὴν φοβερὰν ἁρμονίαν τῆς
χειμερινῆς λαίλαπος, ἥτις συρίζουσα, κλαγγάζουσα, χρεμετίζουσα ἐπάνω, διὰ μέσου
τῶν πολυπλόκων ἐξαρτισμῶν τοῦ μπάρκου, εἰσέδυε κάτω εἰς τὸ πρωραῖον, διὰ τοῦ
ἀνοικτοῦ φεγγίτου, λειαινομένη, μαλακή, ἐκπνέουσα εἰς τοὺς γλυκυμόλπους
ἐκείνους τοῦ ψάλτου φθόγγους, ὡς νὰ ἐσέβοντο καὶ τὰ στοιχεῖα τὰ ἄγρια τὸν
σεπτὸν τῆς Θεομήτορος ὕμνον, καὶ ἔκυπτον ἥμερα, γονατίζοντα, ἐνώπιόν της:
-Καλὴ
πατρίδα, παιδιά, τὰ Φῶτα!’’[74].
Άλλοτε πάλι ήρωες αδιάφοροι προς την γιορτή, που
κοιτούν το κέρδος τους όπως ο Δεκατιστής, συνειδητοποιούν την
πνευματική τους γυμνότητα ενώπιον του σαρκί γυμνωθέντος Υιού του Θεού:
‘‘Πρός
τόν τρίτον αὐτόν κρότον ὁ κύρ – Δημάκης ἀφυπνίσθη. Ἀντί τῶν προυχόντων
Σκοπελιτῶν, εἶδε πελώριον κύμα λευκάζον ἐν τῷ σκότει, καί ἀντί τοῦ σφυρῖου τοῦ
κήρυκος, ἤκουσε τωόντι γλυκύτατον ἦχον μοναστηριακοῦ σημάντρου, ὅπερ πρό τόσης
ὥρας ἐκρούετο περιπαθῶς, ἐξεγεῖρον τούς γλάρους καί τᾶς ἀλκυόνας εἰς τήν θείαν
ὑμνωδίαν. Ἀνεμνήσθη ὅτι ἐξημέρωναν τά Χριστούγεννα˙ καί θεωρήσας τότε τήν
γυμνότητά του ἔκλαυσεν.
Τὸ
σήμαντρον ἀντήχει ἀκόμη γλυκύτατα ἀπό τῆς κορυφῆς τῆς ἐρημονήσου:
-Τὸ
τάλαντον, τὸ τάλαντον, τὸ τά, τὸ τά, τὸ τάλαντον!
Καὶ
ἀνεκινεῖτο ἁρμονικῶς, θαρρεῖς, ἡ ξηρόνησος πρός τά ἠχήματα τοῦ σημάντρου ὡς νά
ἐχόρευεν ὑπό τήν ἡσυχίαν τῆς ἀστροφεγγούς νυκτός, μέ ὅλους τους βράχους της,
τούς καρκίνους της καὶ τοὺς θάμνους. Ὁ μαΐστρος εἶχε κοπάσει.
-Ντίγκι
– ντάγκ! ντίγκι – ντάγκ! ντίγκι – ντάγκ!
Πουλάκια
τινά τῷ ἐφάνῃ ὅτι ἐτσιτσίρισαν φαιδρῶς μέσα εἰς τᾶς φωλεᾶς τῶν, καί τις
ἀλκυόνος σκιά, πεταχτή, ἀνεκινήθη ἐπί ὑψηλοῦ σκοπέλου, τινάσσουσα τά πτερά τῆς
ἐν χαρᾷ. Καί ἀναβλέψας εἶδε τά ἄστρα ἐν τῷ ἀπλέτῳ αὐτῶν φωτί, κινούμενα ὡς πρός
ὑποδοχήν καί προσκύνησιν τοῦ Βασιλέως τοῦ κόσμου, χορεία παμφαῆς τῶν
ποικιλωνύμων ἀστερισμῶν, καί μονήρεις φεγγοβόλοι πλανῆται, ὑπό τήν ἀρχηγίαν τοῦ
σελαγίζοντος ἐκπάγλου Διός’’[75].
Ωστόσο ο κυρ Αλέξανδρος δεν αφήνει τους ήρωές του
στο σκότος. Μέσα από αυτή την περιπέτεια και το ναυάγιο ο Δεκατιστής αξιώθηκε
να ζήσει Χριστούγεννα στο μικρό Μοναστηράκι πλησίον της Σκοπέλου, νικημένος από
τα βιωτικά:
‘‘Οἱ δυό
μαθηταί τοῦ γέροντος ἔψαλλον τά καθίσματα δεξιά καί ἀριστερά:
«Δεῦτε
ἴδωμεν πιστοί πού ἐγεννήθη ὁ Χριστός».
...
Ἐψάλη
ὁ «πολυέλεος», τά «ἀντίφωνα», καί ἤρχισεν ὁ μελωδικώτατος «Κανών».
Καί
ἐνῶ κατόπιν ὁ δεξιός μοναχός ἔψαλλε τήν Καταβασίαν «Μυστήριον ξένον», προχωρεῖ
σιγά – σιγά ὁ κύρ – Δημάκης πρός αὐτόν κ’ ἐρωτά:
-Τό
πρωί θά ἔλθη ἡ βάρκα, ἤ τό βράδυ;
…Ἀλλά
καί οὖτος, παραλαβῶν ἤδη τήν Καταβασίαν τοῦ Ἰαμβικοῦ κανόνος «Στέργειν μέν
ἠμᾶς» οὐδ’ ἤκουσε κάν τήν ἱερόσυλον διακοπήν. …
Κατ’
εὐθείαν προχωρεῖ πρός τό ἅγιον Βῆμα καί προκύπτει πρός τά ἔνδον, ἴνα ἐρωτήση
τόν Γέροντα περί τῆς λέμβου. Ἀλλ’ ἰδών αὐτόν ἐν μέσῳ νεφέλης θυμιάματος,
πολιόν, ὁλόχρυσον, αἰγλήεντα ὡς φεγγοβολοῦσαν λαμπάδα, κύπτοντα ἐνώπιον τῆς
Ἁγίας Τραπέζης, κατεπλάγη τόσον ὑπό ξένου, μυστικοῦ φόβου, ὥστε δέν ἐτόλμησε νά
ὁμιλήση, κ’ εἰσέδυσεν ὁ ἀσεβής εἰς τό στασίδιόν του, μαῦρος Σατανᾶς, ἀρχοντικόν
δαιμόνιον, παραπλανηθεῖς εἰς τήν επέραστον καί κρυφήν ἐκείνην γωνίαν τοῦ
Παραδείσου…
Τέλος,
τήν αὐγήν, ἔληξεν ἡ θεία λειτουργία καί παρετέθη ἐν τῷ κελλίῳ τοῦ Γέροντος,
ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἡ πανηγυρική Τράπεζα, εὐωδιάζουσα μύρα ἀσκήσεως καί
ἀπράγμονος βίου’’[76].
Τελευταία αφήσαμε την περιγραφή του Μωραϊτίδη, όσον αφορά την Εορτή των
Χριστουγέννων, από τον τόπο όπου έλαβε χώρα η Γέννηση του Χριστού και συγκεκριμένα
το Ναό της Γεννήσεως τη Βηθλεέμ. Η περιγραφή εντάσσεται στο ευρύτερο έργο των
ταξιδιωτικών του περιγραφών με γενικό τίτλο Με του Βορηά τα κύματα.
Από τη Σκιάθο ξεκινά με εκπαιδευτική άδεια το πρώτο του ταξίδι, με σκοπό να
επισκεφτεί όλα τα ιερά σεβάσματα της Ορθοδοξίας και να προσκυνήσει τα αγιασμένα
χώματα όπου έλαβαν χώρα τα μεγαλύτερα γεγονότα της θείας Οικονομίας. Με τη
σκούνα Άρτεμη του καπετάν Ανδρέα
Γιακουμή, ταξιδεύει στο Άγιον Όρος και την Κωνσταντινούπολη, τη Μητρόπολη του
Γένους, με ‘‘τὰ ἁγιάσματά της καὶ ἱερά’’ ... ‘‘καὶ πρὸ πάντων τὸν πολύκλυτον Ναόν της, τοῦ Γένους τὸ κοιμώμενον ὄνειρον
μὲ τὰ ὑπόγειά του τὰ μυστικά, τὴν Ἁγίαν
Σοφίαν’’[77].
Το ταξίδι του αυτό αποτέλεσε την απαρχή των περιηγήσεών του στην απελεύθερη
Ελλάδα και τον τουρκοκρατούμενο Ελληνισμό, σε ιερά σκηνώματα και προσκυνήματα
της Ορθοδοξίας και της Ανατολής. Εκτός από το Άγιον Όρος και την
Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε στα Ιεροσόλυμα και την Παλαιστίνη, καταγράφοντας
έθιμα, ήθη, συγκεντρώνοντας πληροφορίες για την ιστορία του κάθε τόπου. Καρπός
των ταξιδιών του αυτών οι περίφημες ταξιδιωτικές του περιγραφές, τις οποίες
άρχισε να δημοσιεύει σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Το πρώτο του ταξίδι
στην Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε αφορμή για τη συγγραφή του διηγήματός του Με τα
πανιά. Αργότερα τις εντυπώσεις του θα τις συγκεντρώσει ο ίδιος και θα
τις εκδώσει με τον εμπνευσμένο τίτλο ‘‘Μὲ τοῦ Βορηᾶ τὰ κύματα’’, σε έξι
τόμους. Πρόκειται για ‘‘πολύχρωμους
πίνακες τῆς θάλασσας καὶ τῆς στεριᾶς ποὺ ἀναδίνουν παλμὸ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ θρησκευτικὸ χρῶμα’’, και μπορούν να
θεωρηθούν προδρομικά έργα για την ταξιδιωτική λογοτεχνία[78].
Ακολουθεί το παράδειγμα των ασκητών και των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας,
που λίγο πριν εγκαταλείψουν τα εγκόσμια, αποφασίζουν να επισκεφτούν τα
θεοβάδιστα χώματα της Παλαιστίνης[79].
Βηθλεέμ, Σαραντάριο, Ιορδάνης, Θαβώριον όρος, Αγία Πόλη, Αγία Γεθσημανή, είναι
τα προσκυνήματα που επισκέπτεται. Μόνος οδηγός του ο Αγιοταφίτης μοναχός
γέρο-Δοσίθεος, ένας ‘‘ἐκ τῶν ἀρχαιολόγων’’.
Κοντά σε αυτούς θα προσκολληθεί ολόκληρη συνοδεία προσκυνητών από την Ανατολή,
την Καππαδοκία, την Βιθυνία και τη Σμύρνη, μοναχοί αγιορείτες και μωραΐτες,
όπως επίσης μοναχές από την Μονή κεχροβουνίου της τήνου και ανάμεσά τους η
τυφλή μοναχή Φεβρωνία[80].
Μεγαλόπρεπη υπήρξε η θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων, στο Ναό της Γεννήσεως
του Χριστού στη Βηθλεέμ,την οποία προανήγγειλε η χαρμόσυνη κλαγγή των κωδώνων,
που όμοιά της δεν είχε ακούσει πουθενά. ‘‘Τὸ
μεσονύκτιον ἀκριβῶς ἤρχισε μία ἀνεκλάλητος, μία ἀπερίγραπτος κωδωνοκρουσία.
Χριστούγεννα!
Γλυκυτέραν κωδωνοκρουσίαν δὲν
εἶχον ἀκούσει εἰς τὴν ζωήν μου. Οὔτε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, οὔτε εἰς τὸ Μέγα
Σπήλαιον. Ἦτο μία συναυλία κωδώνων παντὸς μεγέθους, ἡ ὁποία ἀπὸ λεπτοτάτην ἡδύλαλον
κροῦσιν ἀρχίσασα ἀπέληξεν εἰς ἕνα βόμβον βαρύηχον ρωσικῶν μεγαλοήχων κωδώνων. Ὅλη
ἡ φαντασία μου ἀφυπνίσθη˙ καὶ ἁμέσως ἐσχημάτισα μὲ τὴν καμπανοκρουσίαν ἐκείνην ἕνα
γλυκὺν ὕμνον, ὅστις μοῦ ἐπανελάμβανεν εἰς τὴν ἀκοήν.
-Δόξα ἐν Ὑψίστοις! Δόξα ἐν Ὑψίστοις!’’[81].
Ακολούθησε η απροσδόκητη φωταγωγία του ναού εντός και εκτός, με τα αναρίθμητα
φώτα και τους πολυελαίους, που δημιουργούσαν ένα εκπάγλου ωραιότητος θέαμα. ‘‘Πάραυτα ὁ Ναὸς ἐφωταγωγήθη ὅλος ἀπέξω.
Συγχρόνως δὲ ἐντὸς ἤναψαν οἱ πολυέλαιοι καὶ τὰ πολυκάνδηλα, τὰ ὁποῖα μὲ τὴν
ἄπλετον φωταγωγίαν περιέλουσαν ὅλον τὸ ἐσωτερικὸν τῆς ἀρχαίας ἐκείνης
Βασιλικῆς, ὁποῦ ἐπλημμύρισε, θαρρεῖς, ἀπὸ καταρράκτας ἐκπάγλου φωτός,
συμπαρέσυρε δὲ ἐν τῷ ἅμα τοὺς προσκυνητάς, οἱ ὁποῖοι εὑρέθησαν ἀθρόως ἅπαντες
λαμπαδηφορούντες. Ἀπετελέσθη οὕτω μία πλημμύρα φωτεινῶν θεαμάτων, τὰ φῶτα ἀνέβαινον,
κατέβαινον, ὑψοῦντο, ἐχαμήλωναν, ἐκινοῦντο ὅλα πρὸς τὸ ἐσώτερον, πρὸς τὸ Ἅγιον
Βῆμα, πρὸς τὸ Ἅγιον Σπήλαιον, ἐνῷ οἱ ψάλται συνενωθέντες εἰς ἕνα χορὸν ἔψαλλον:
Η θεία Λειτουργία
θα τελούνταν στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, στο υπόγειο του Ναού, όπου όλοι μετέβησαν
με αρχαιοπρεπή πομπή. ‘‘Ἐμπρὸς προηγεῖτο
χρυσοστόλιστος καὶ χρυσοκόρυφος καὶ χρυσόπαστος ὅλος ὁ Μητροπολίτης Βηθλεέμ, ἔχων
περὶ ἑαυτὸν τὸν κλῆρον τῆς Ἁγίας Πόλεως. Ἀκολουθεῖ ὅλος ὁ ποταμὸς τῶν προσκυνητῶν,
καὶ κατέρχονται ὅλοι κάτω εἰς τὸ Ἅγιον Σπήλαιον… Ἐκεὶ ἐγεννήθη ὁ Σωτὴρ τοῦ
κόσμου ὁ Ιησοῦς Χριστός’’[84].
Κωνσταντίνος
Κουτούμπας,
[1] . Ομιλία που πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο των Ενοριών Σκιάθου, στις
9 Δεκεμβρίου 2012.
[2] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ.
Α΄, Προλεγόμενα, εκδ. «Γνώση και
Στιγμή», Αθήναι 1990, σ. 43.
[3] . Όπ. π., σ. 44.
[4] . Όπ. π., σ. 59.
[5] . Γ’. Βασιλ. 9, 12.
[6] . Όπ. π.
[7] . Όπ. π., σ. 45.
[8] . Όπ. π., σ. 46.
[9] . Όπ. π., σσ. 46-47.
[10] . Όπ. π., σ. 48.
[11] . Όπ. π.
[12] . Όπ. π.
[13] . Όπ. π.
[14] . Όπ. π.
[16] . Όπ. π.
[17] . Όπ. π., σ. 49.
[18] . Όπ. π.
[19] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα
Διηγήματα, τόμ. Β’, Ο Δεκατιστής, εκδ.
«Γνώση & Στιγμή», Αθήνα 1991, σ.
117.
[20] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα
Διηγήματα, τόμ. Α΄, Προλεγόμενα, εκδ.
«Γνώση και Στιγμή», Αθήναι 1990, σσ. 50-51.
[21] . Όπ. π., σ. 50.
[22] . πρβλ Αλ. Παπαδιαμάντη, Άπαντα, τόμ. Β’, Της
Κοκκώνας το σπίτι, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 21997, σσ. 641-649.
[23] . Ματθ. 18, 20.
[24] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ.
Β’, Φαντάσματα, εκδ. «Γνώση &
Στιγμή», Αθήνα 1991, σ. 161.
[25] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ.
Α’, Η θειά-Μυγδαλίτσα, εκδ. «Γνώση
& Στιγμή», Αθήνα 1990, σ. 101.
[26] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ.
Β’, Κάθ᾿ εμπόδιο για καλό, εκδ. «Γνώση
& Στιγμή», Αθήνα 1991, σσ. 73-74.
[27] . Όπ. π., σ. 65.
[28] . Όπ. π., σ. 66.
[29] . Όπ. π., σ. 79.
[30] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα,
τόμ. Α’, Η θειά Μυγδαλίτσα, εκδ.
«Γνώση & Στιγμή», Αθήνα 1990, σσ. 107-108.
[31] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα
Διηγήματα, τόμ. Α’, Ο Αναποδιασμένος,
εκδ. «Γνώση & Στιγμή», Αθήνα 1990, σ. 116.
[34] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα,
τόμ. Β’, Χριστούγεννα στον ύπνο μου, εκδ.
«Γνώση & Στιγμή», Αθήνα 1991, σ.
191.
[35] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ.
Α΄, Ο Αναποδιασμένος, εκδ. «Γνώση και
Στιγμή», Αθήναι 1990, σσ. 114-115.
[38] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα
Διηγήματα, τόμ. Β’, Χριστούγεννα στον
ύπνον μου, εκδ. «Γνώση & Στιγμή», Αθήνα 1991, σ. 180.
[39] . Όπ. π., σ. 175.
[40] . Όπ. π., σ. 174.
[41] . Όπ. π.
[42] . Νεφελοκοκκυγία= Από την κωμωδία του Αριστοφάνη"Όρνιθες":
‘‘ Η κατοικία των κούκων στα σύννεφα, η πόλη δηλαδή των πουλιών που φτιάχτηκε
από τα πουλιά με στόχο να αναδειχτούν σε ρυθμιστές της θεϊκής εξουσίας
λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι των θεών με τους ανθρώπους. Μεταφορικά: Ουτοπική
πολιτεία με τους δικούς της νόμους μακριά από την πεζή πραγματικότητα’’. Βλέπε
και στο σύνδεσμο: //el.wiktionary.org/wiki/Νεφελοκοκκυγία
[43] . Όπ. π., σ. 180.
[44] . Όπ. π., σ. 175.
[46] . Όπ. π., σ. 176.
[48] . Αλ. Μωραϊτίδη, όπ. π., σ. 189.
[49] . Όπ. π., σ. 191.
[50] . Όπ. π.
[51] . Όπ. π.
[52] . Όπ. π., σ. 192.
[53] . Όπ. π., σ. 194.
[55] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ.
Γ’, Η ιστορία μιάς τυρόπιττας, εκδ.
«Στιγμή», Αθήνα 1993, σ. 318.
[56] . Όπ. π., σσ. 318-319.
[58] . Όπ. π., σ. 321.
[59] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα,
τόμ. Γ’, Χριστούγεννα στις Τρείς Μπούκες,
εκδ. «Στιγμή», Αθήνα 1993, σ. 190.
[60] . Όπ. π., σσ. 190-191.
[61] . Πρβλ. Αλ. Παπαδιαμάντη, Άπαντα, τόμ. Γ’, Ντελισηφέρω,
εκδ. «Δόμος», Αθήνα, 1989, σσ. 641 κεξ.
[62] . Αλ. Μωραϊτίδη, όπ. π., σ. 191.
[63] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ.
Α΄, Σκαλικάνδζαρος, εκδ. «Γνώση και
Στιγμή», Αθήναι 1990, σ. 150.
[64] . Όπ. π.
[65] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ.
Α’, Η θειά-Μυγδαλίτσα, εκδ. «Γνώση & Στιγμή», Αθήνα 1990,
σσ. 98-100.
[66] . Όπ. π., σ. 100. βλ. και Γ. Α. Ρήγα(Οικονόμου), Σκιάθου Λαϊκός Πολιτισμός, τεύχος Δ’, εκδ.
«Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών», σειρά Ελληνικά - παράρτημα (20), Θεσσαλονίκη
1970, σ. 111.
[67] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ.
Γ’, Χριστούγεννα στις Τρεις Μπούκες, εκδ.
«Στιγμή», Αθήνα 1993, σ. 176.
[68] . Όπ. π., σσ. 177-178.
[69] . Όπ. π., σ. 179.
[70] . Όπ. π.
[71] . Όπ. π., σ. 186.
[72] . Όπ. π., σ. 187.
[73] . Όπ. π., σ. 195.
[74] . Όπ. π., σ. 196.
[75] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα
Διηγήματα, τόμ. Β’, Ο Δεκατιστής, εκδ. «Γνώση & Στιγμή», Αθήνα 1990,
σσ. 130-131.
[78] . Όπ. π., σ. 78.
[79] . Αλ. Μωραϊτίδη, Με του Βορηά τα
κύματα ταξείδια, περιγραφαί, εντυπώσεις, Μετά πολλών εικόνων, Σειρά Δ’, Εις την αγίαν Βηθλεέμ, εκδ. «Ιω. Ν.
Σιδέρη», εν Αθήναις 1925, σ. 8.
[80] . Όπ. π., σσ. 12-13.
[81] . Όπ.π., σ. 39.
[83] . Όπ. π., σσ. 39-40.
[84] . Όπ. π., σ. 40.