Σελίδες

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Πάσχα με τον Παπαδιαμάντη και τον Μωραϊτίδη, Κων. Κουτούμπα

Δημοσίευση στο ένθετο της Εφημερίδας ''Θεσσαλία'', Διαδρομές, σσ. 8-9
Μ. Σάββατο -  Κυριακή του Πάσχα 23-24 Απριλίου 2011

Ι. Μητροπολιτικός Ν. Τριών Ιεραρχών Σκιάθου. Μ. Παρασκευή πρωί.



Το Πάσχα, η μεγαλύτερη γιορτή της Ορθοδοξίας, αποτελεί το κέντρο της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας μας. Ιδιαίτερα όμως, για την μικρή κοινωνία της Σκιάθου, ο εορτασμός του Πάσχα υπήρξε πάντοτε σημείο αναφοράς και καθορίζει τον εκκλησιαστικό, κοινωνικό και πολιτιστικό βίο της. Τόπος με έντονη θρησκευτική παράδοση, την οποία η παρουσία των κολλυβάδων αγιορειτών πατέρων το 18ο αιώνα αναθέρμανε, διατηρεί μέχρι σήμερα τα εκκλησιαστικά έθιμά του. Θεματοφύλακες των εθίμων αυτών οι δύο ενορίες, των οποίων η λειτουργική πράξη παραμένει αναλλοίωτη, με εμφανείς τις επιρροές από το μοναχικό τυπικό και την σεμνή αρχαιοπρέπεια των Κολλυβάδων.
Το λειτουργικό έτος έχει ως κέντρο του τη Μεγάλη γιορτή του Πάσχα, περίοδο κατά την οποία οι πιστοί νησιώτες θα συναχθούν στις δύο ενορίες ως εις ένα Σώμα, όπου με την Χάρι του Θεού θα βιώσουν τα μεγάλα και σωτηριώδη γεγονότα της θείας Οικονομίας, το Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού[1].
            Η αγάπη για τα τοπικά έθιμα που περιβάλλει τις παραδόσεις του νησιού ενέπνευσε και τους δύο διηγηματογράφους του νησιού, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη.
            Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αφιερώνει στην Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση 12 διηγήματα και 10 άρθρα του. Όλα εμπνέονται από το ευφρόσυνο κλίμα της εορτής και εκφράζουν την βαθειά του πίστη, όπως διαφαίνεται και στην παροιμιώδη φράση του, στο πασχαλινό διήγημα Λαμπριάτικος Ψάλτης: ‘‘Τὸ ἐπ᾿  ἐμοί, ἐνόσῳ ζῷ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη’’[2].
            Στο πλαίσιο αυτό ο Παπαδιαμάντης περιγράφει στα άρθρα του τα τεκταινόμενα κατά την Μεγάλη Εβδομάδα με απλό και λιτό τρόπο, επεξηγώντας τα σωτηριώδη γεγονότα που εορτάζονται κάθε ημέρα της. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τα άρθρα του Ἡ ἐβδομάς τῶν Ἁγίων Παθῶν, Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Ἐβδομάς και δύο ακόμη άρθρα του με τον ίδιο τίτλο Ἡ Μεγάλη Ἐβδομὰς ἐν Ἀθῆναις.
            Στο διήγημα Παιδική Πασχαλιά, ο Παπαδιαμάντης αναφέρεται στο Έθιμο των Καλάντων της Μεγάλης Πέμπτης, που τηρείται μέχρι στις μέρες μας στη Σκιάθο. Μετά τη Θεία Λειτουργία τα παιδιά, αφού στολίσουν έναν ‘‘ὑψηλὸν καλάμινον σταυρὸν’’ με ‘‘μὲ ρόδα εὐώδη καὶ μὲ μήκωνας κατακοκκίνους, μὲ δενδρολίβανον καὶ μὲ ποικιλόχροα ἀγριολούλουδα, μὲ τὸν ἀποσπασθέντα ἀπὸ τ᾿ Ὀχτωήχι χάρτινον Ἐσταυρωμένον εἰς τὸ μέσον τοῦ σταυροῦ, καὶ μὲ ἐρυθρὸν μανδήλιον κυματίζον’’[3] θα τραγουδήσουν σε όλα τα σπίτια της Σκιάθου τα πένθιμα Κάλαντα, το προανάκρουσμα του Πάθους και της Αναστάσεως του Χριστού.
Οι υποδεχόμενοι στα σπίτια τα παιδιά τα φιλεύουν για τον κόπο τους δίνοντάς τους και ‘‘ἀνὰ δυὸ ἀρτιβαφὴ αὐγὰ’’...’’κόκκινα, καὶ τί εὐτυχία! τί νίκη!’’[4].
            Την ίδια στιγμή κάθε σπίτι και κάθε οικογένεια κάνει τις απαραίτητες προετοιμασίες για το Πάσχα. Οι γυναίκες βάφουν τα αυγά ‘’μὲ ῥιζάρι, κιννάβαρι καὶ ὄξος’’ και ζυμώνουν τις ‘‘κουλοῦρες μετ᾿ αὐγῶν διὰ τὸν σύζυγον’’ και ‘‘διὰ τὴν πενθεράν της, δι᾿ ἐαυτήν, διὰ τὲς κουμπάρες, ὡς καὶ μικρὲς «κοκῶνες» για τα παιδιά τους αλλά και ‘‘διὰ τ᾿ ἀνεδεξίμια της καὶ διὰ τὰ πτωχὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς.’’[5] Έτσι και η Θειά Σοφούλα στο διήγημα Η τελευταία βαπτιστική, την βλέπουμε ανασφουγγωμένη να ζυμώνει μόνη της ‘‘ἐν συνόλῳ’’...‘‘ἑβδομήκοντα καὶ πλέον κοκκώναις, δηλ. παιδικὰς κουλούρας διὰ τοὺς βαπτιστικούς, διὰ τοὺς ἐγγονοὺς καὶ τὰ δισέγγονα’’[6]. Όλα πρέπει να είναι έτοιμα ώστε οι πιστοί απερίσπαστοι να μπορέσουν να μετάσχουν από το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης στα  Άχραντα Πάθη του Χριστού.
Ιδιαίτερο χρώμα έχει η ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής. Μετά την Ακολουθία των Ωρών, του Εσπερινού και της Αποκαθήλωσης, οι πιστοί θα ασπαστούν το Επιτάφιο, που από νωρίς το πρωί οι νέες του νησιού έχουν στολίσει, και τα μικρά παιδιά αφού κάνουν ‘‘τρεῖς γονυκλισίας πρὸ τοῦ ἀνθοστεφοὺς κουβουκλίου’’ θα ασπαστούν ‘‘τὸν μυρόπνοουν Ἐπιτάφιον, τὸ ἀργυρόχρυσον Εὐαγγέλιον μὲ τ᾿ ἀγγελούδια, καὶ τὸν Σταυρὸν μὲ τ᾿ ἀνθρωπάκια καὶ τὶς Παναγίτσες’’ και θα περάσουν τρεις φορές κάτω από τον ‘‘ὑψηλόν, μεγαλοπρεπῆ Ἐπιτάφιον’[7]. Οι καμπάνες των ναών κτυπούν πένθιμα όλη την ημέρα μέχρι τη δύση του ηλίου, και αρκετοί πιστοί παραμένουν στην Εκκλησία θέλοντας να ξενυχτίσουν τον Χριστό, μιας και σύμφωνα με το αρχαίο Έθιμο, η Ακολουθία του Επιταφίου ξεκινά όρθρου βαθέως, στη 1 μετά τα μεσάνυκτα, με την περιφορά του Επιταφίου να γίνεται από τις 4:00π.μ. έως τις 5:15π.μ. Η περιφορά γίνεται ‘‘ὑπὸ τὸ ἀμαυρωθὲν φέγγος τῆς φθινούσης σελήνης, ἐνῷ ἡ αὐγὴ’’ λάμπει ‘‘ροδίνη καὶ ξανθή, προπέμποντες τὸν Ἐπιτάφιον ἀγλαόφωτον μὲ σειρὰς λαμπάδων. Καὶ ἡ αὔρα πραεῖα’’ κινεί ‘‘ἠρέμα τοὺς πυρσούς, χωρὶς νὰ τοὺς σβύνῃ, καὶ ἡ ἄνοιξις’’ πέμπει ‘‘τὰ ἐκλεκτότερα ἀρώματά της εἰς τὸν Παθόντα καὶ Ταφέντα, σαν να συμψάλλει και αυτή ‘‘«ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!» καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἱγιαλὸν’’ επαναλαμβάνει ‘‘«οἴμοι! γλυκύτατε Ἰησοῦ!»’’[8].

Ι. Μητροπολιτικός Ν. Τριών Ιεραρχών Σκιάθου. Μ. Παρασκευή. Ο Επιτάφιος.


Το αρχαίο αυτό έθιμο όπως και την αναπαράσταση της Εις Άδου Καθόδου του Χριστού περιγράφει ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης στο διήγημά του Άρατε Πύλας. Με γλαφυρό τρόπο περιγράφει την περιφορά κατά την αυγή του Μεγάλου Σαββάτου, ‘‘ὅτε δὲν εἶναι οὔτε ἡμέρα οὔτε νύξ, ἢ μᾶλλον μὲ ὀλίγην ἡμέραν καὶ πολλὴν νύκτα, μὲ ὀλίγον φῶς καὶ μὲ πολλὰ ἄστρα, καμιὰ φορὰ μὲ σελήνην λειψίφωτον, ὅτε τὸ θέαμα γίνεται ὑπερκατανυκτικόν, μὲ ὀλίγας ἀηδόνας καὶ πολλὰ πρωινὰ πουλιῶν χαιρετίσματα, μὲ ὀλίγον εὐωδιάζοντα ἄρωμα πρωινὸν ἀέρα καὶ μὲ πολὺ θυμίαμα˙ καὶ κάτω τὸ κῦμα μελανόφαιον, ἐφ᾿ οὗ ν᾿ ἀντανακλῶνται τῶν ἱερῶν λαμπάδων αἱ χρυσαῖ λάμψεις’’[9].
Η λιτανεία διαρκεί περίπου μια ώρα. Πολλοί υποδέχονται τον Επιτάφιο θυμιάζοντας από τα σπίτια τους  και η ευωδία ‘‘φθάνει ἀπὸ μακρὰν ὡς ἄρωμα αὐτῆς τῆς νυκτὸς ἀνέκφραστον’’[10].
Με συγκίνηση καταγράφει τις παιδικές του αναμνήσεις: ‘‘Ποσάκις δακρύων ἐξ ἀγνώστου χαρᾶς ἔμεινα κρυφὰ εἰς τὴν γωνίαν ἐκεῖ κάτω ἀκίνητος, ὡς ὁ φιλάργυρος ὁ φοβούμενος μὴ κλέψωσι τὸν θησαυρόν του˙ ἔμεινα νὰ βλέπω κρυφὰ – κρυφὰ τὴν τρυφερὰν αὐτὴν τοῦ Ἐπιταφίου πομπήν, κατερχομένην ἀπὸ τὸν ἀνήφορον, εἰσπνέων βαθέως ἐν ἄσθματι ὡς ἐντὸς κήπου ἀνθέων, ὡς νὰ ἤθελον νὰ ροφήσω διὰ μιᾶς ὅλην ἐκείνην τὴν μαρμαρυγήν, ὡς νὰ ἤθελον νὰ χορτάσω ὅλην ἐκείνην τὴν ἀχόρταστον μαγείαν’’[11].

Κατά την επιστροφή του Επιταφίου γίνεται η αναπαράσταση της καθόδου του Σωτήρος Χριστού στον Άδη. Ο Μωραϊτίδης την χαρακτηρίζει ως ‘‘συνήθεια ἀρχαιοτάτη’’[12], γνωρίζοντας πιθανώς ότι δεν απαντάται αλλού, ούτε και στο Άγιον Όρος[13]. Η λιτανεία σταματά έξω από την βασιλική είσοδο του ναού, την οποία κρατά κλειστή ο επίτροπος, ο οποίος αναπαριστά τον Άδη. Οι Ιερείς βαστώντας στους ώμους το Σώμα του Χριστού, αίροντας από το κουβούκλιο τον Επιτάφιο, πλησιάζουν στην κλειστή θύρα. Εκεί διαμείβεται ο διάλογος μεταξύ του θριαμβευτή Σωτήρος Χριστού και του Άδου, μέσω των ερωταποκρίσεων του εβδόμου και ογδόου στίχου του ΚΓ’ ψαλμού. ‘‘Τότε ὁ πρῶτος τῶν ἐφημερίων, προσεγγίζων εἰς τὰς πύλας κελεύει ἐπιτακτικῶς κρούων αὐτὰς καὶ κράζων: «- Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης!». Ὁ δὲ ἔσωθεν τῶν κεκλεισμένων πυλῶν παρὰ τὰ κλεῖθρα ὑποκρινόμενος τὸν Ἅδην ἐρωτᾶ αὐθαδῶς: «-Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;» Ἡ ἐπιτακτικὴ κέλευσις ὡς καὶ ἡ αὐθάδης ἐρώτησις ἐπαναλαμβάνονται ἐκ τρίτου. Καὶ τότε τὴν τρίτην φορὰν ὁ ἱερεὺς ὠθῶν ἰσχυρῶς διὰ τοῦ ποδὸς καὶ τῶν χειρῶν τὰς πύλας, ἀναφωνεῖ ἐν κυριαρχικῇ δυνάμει: «- Κύριος τῶν Δυνάμεων, αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς Δόξης!» Καὶ ἀνοίγει βασιλικῶς καὶ αὐταρχικῶς τὰς πύλας, καὶ οὕτως εἰσέρχεται εἰς τὸν ναὸν ὁ Ἐπιτάφιος.’’[14]
Στο ευφρόσυνο κλίμα της Αναστάσεως μας μεταφέρουν τόσο ο Παπαδιαμάντης όσο και ο Μωραϊτίδης, ο πρώτος περιγράφοντας κυρίως την τελετή της Αναστάσεως στην εξοχή, όπου ο ιερέας μετέβαινε για να λειτουργήσει κοντά στους βοσκούς του νησιού, στον Αη-Γιάννη στο κάστρο(Αλιβάνιστος), στον Αη Δημήτρη(Εξοχική Λαμπρή) ή στο ομώνυμο με το διήγημα εξωκκλήσι της Αγίας, στην Αγι᾿ Αναστασιὰ.
Στον Λαμπριάτικο Ψάλτη οι γυναίκες άρχισαν ‘‘νὰ ἀναζωπυρῶσι τὰ φυτίλια, νὰ ρίπτωσιν ἔλαιον εἰς τὰς κανδήλας καὶ νὰ κάμνωσιν ἐγκαρδίους σταυροὺς’’ καθώς ‘‘ἠσθάνοντο ἀνέκφραστον χαρὰν καὶ γλύκαν εἰς τὰ σωθικά των. Ἦτον Ἀνάστασις. Ἀνάστασις!’’.
Αλλά και ο παπα-Διανέλλος ‘‘λαβὼν τεμάχιον παλαιᾶς σανίδος καὶ σφυροειδὲς ξύλον, κατεσκεύασεν αὐτοσχέδιον σήμαντρον’’ και με αυτό ‘‘ἤρχισε νὰ κρούῃ ὁ ἱερεὺς εἰς τροχαίους πρῶτον (τὸν ἀδάμ, ἀδάμ, ἀδάμ), εἶτα εἰς ἰάμβους (τὸ τάλαντον, τὸ τάλαντον) καὶ νὰ ἐξυπνῇ τὰς μεσονυκτίους ἠχοῦς’’[15].
Οι χωρικοί ‘‘ἤναψαν τὰς λαμπάδας κι᾿ ἐξῆλθον ὅλοι εἰς τὸ ὕπαιθρον ν᾿ ἀκούσωσι τὴν Ἀνάστασιν’’. Πόσο ‘‘Γλυκεῖαν καὶ κατανυκτικὴν’’ υπήρξε η Ανάσταση εκείνη ‘‘ἐν μέσῳ τῶν ἀνθούντων δένδρων, ὑπὸ ἐλαφρᾶς αὔρας σειομένων εὐοδῶν θάμνων καὶ τῶν λευκῶν ἀνθέων τῆς ἀγραμπελιᾶς’’[16]
Στο διήγημα πάλι Παιδική Πασχαλιά ο Παπαδιαμάντης μας μεταφέρει στην πόλη της Σκιάθου. ‘‘Μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔγινεν ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἤστραψεν ὁ ναὸς ὅλος, ἤστραψε καὶ ἡ πλατεία ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κηρίων, τὰ παιδία ἤρχισαν νὰ καίουν μετὰ κρότου σπίρτα καὶ μικρὰ πυροκρόταλα ἔξω εἰς τὸ πρόναον, καὶ τίνες παῖδες δεκαετεῖς ἐπυροβόλουν μὲ μικρὰ πιστόλια, ἄλλοι ἔρριπτον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους τὰ βαρέα καρφία μὲ τὰ καψύλια’’[17].

Ι. Μητροπολιτικός Ν. Τριών Ιεραρχών Σκιάθου. Μ. Σάββατο πρωί, η πλατεία σημαιοστολισμένη και με τα σύμβολα της Νίκης, τα φύλλα της βάγιας(δάφνης), έτοιμη να υποδεχτεί την Ανάσταση.


Ο Μωραϊτίδης στο διήγημα Ο κυρ- Μανωλάκης θυμάται με νοσταλγία τα παιδικά του χρόνια, όταν με ‘‘ἀπερίγραπτον ἀνυπομονησίαν’’ ανέμενε ‘‘τὴν νύκτα τοῦ Πάσχα’’ ώσπου στο άκουσμα της καμπάνας πετιόνταν επάνω ‘‘πτερωτός, ἐλαφρός ὡς πτηνὸν’’ και έτρεχε ‘‘πρῶτος-πρῶτος εἰς τὴν Ἀνάστασιν’’[18].
Οι πιστοί, ‘‘καθαρῶς καὶ εὐπρεπῶς ἐνδεδυμένοι’’[19] συγκεντρώνονται στο ναό όπου καταλαμβάνουν  τα στασίδια τους όλοι οι προύχοντες και οι γέροντες στους δυο χορούς ‘‘ἔνθεν καὶ ἔνθεν φοροῦντες τὰ καλά των’’[20], ενώ οι νεώτεροι καταλαμβάνουν ‘‘τὰ πρὸ τῶν χορῶν κενά, νηφάλιοι καὶ σιωπηλοί’’[21]. Πίσω τους δεξιά και αριστερά κάθονται ‘‘οἱ νησιῶται ὅλοι ναυτικοὶ καὶ γεωργοὶ ἀνάμεικτοι’’[22] και κοντά σε αυτούς τα παιδιά, καθένα ‘‘μὲ τὸ κόκκινον αὐγὸν εἰς χεῖρας, γεμᾶτα χαράν’’, ‘‘σεμνὴ ἐν τῇ ὅλῃ ἁπλότητι αὐτῆς παράταξις’’[23].
Η παννυχίδα της Αναστάσεως αρχίζει και οι χοροί ψάλλουν ‘‘σιγὰ-σιγὰ μὲ ταπεινὴν φωνὴν καὶ ταπεινότερον ὕφος τὸ Κύματι θαλάσσης ἵνα ἀργότερον, ὅταν θὰ ἐμελῴδουν βροντοφώνως τὸ Χριστὸς Ἀνέστη, γίνῃ καταφανὴς ἡ ἀντίθεσις τοῦ πένθους καὶ τῆς χαρᾶς’’[24].
Με το Δεύτε λάβετε Φῶς, έλαμψε ο ναός όλος από τα φώτα της Αναστάσεως, ‘‘λάμψιν φαεινὴν κ᾿ ἐπέραστον, ἀλησμόνητον λάμψιν, φωτὶ ἀνεσπέρῳ περιλουόμενος’’[25].
Αλλά και η φύση η ίδια συμμετέχει και αυτή στη μεγάλη χαρά του Δημιουργού της. ‘‘Ὅλα ἐγελοῦσαν ὡς μικρὰ ἀθῶα παιδία, ὅλα ἐμοσχοβολοῦσαν εἰς τὴν μικρὰν ἐκείνην νῆσον, ὅλα ἦσαν λαμπροφορεμένα’’‘‘Τὰ ἀηδόνια εἶχαν ἔλθει τόσον ἐγγὺς εἰς τὴν κωμόπολιν, ὥστε μερικὰ ἀφόβως εἰσέδυσαν καὶ εἰς τὸ πυκνὸν τοῦ ναΐσκου κηπάριον καὶ συνώδευον καὶ ἐκεῖνα μὲ τὴν μαγευτικὴν μελωδίαν των τὸ γλυκύλαλον «Χριστὸς Ἀνέστη»’’...‘‘Ἀλλ᾿ ἴσως καὶ τὰ πάμπολλα τριαντάφυλλα τοῦ κηπαρίου τῆς Ἐκκλησίας προσέφερον καὶ αὐτὰ ἐν ἀναλογίᾳ τὸ ἄρωμά των τὸ μεθυστικόν’’[26].
Η συμμετοχή της φύσης στη θεία ευφροσύνη κορυφώνεται καθώς προχωρεί η θεία Λειτουργία. ‘‘Γλυκοχαράζει πλέον. Ροδίζει εὔμορφα ἡ αὐγὴ προσπαθοῦσα νὰ διασπάσῃ τῆς νυκτὸς τὴν μαύρην καλύπτραν, ἥτις ἁπλοῦται ἀκόμη εἰς τὸ μικρὸν χωρίον μου καὶ εἰς τὸν εὔμορφον λιμένα του, τοῦ ὁποίου τὰ νερὰ ἀκίνητα ἡσυχάζουν ἐν τῇ σιωπηλῇ τῆς νυκτὸς γαλήνῃ. Οὔτε ὁ φλοῖσβος ὁ μελωδικὸς ἀκούεται εἰς τὴν ἄμμον κάτω. Τὰ ἄστρα τρέμουν παιγνιώδη ἐν τῷ κυαναυγεῖ στερεώματι, ὡς νὰ τὰ ἐξήγειρον τώρα ἀπὸ τοῦ βαθέος ὕπνου αἱ πρῶται τῆς ἠοῦς ἀκτῖνες. Δύο ἡδύλαλοι ἀηδόνες κελαδοῦν περιπαθῶς τὸ ἑωθινὸν ἐν τῷ κηπαρίῳ, ἀφ᾿ οὗ ἀναδίδεται εὐωδία μεθυστικὴ ἀρωμάτων’’[27].  
 Η λαϊκή ευσέβεια στην προσπάθειά της να προβάλει το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως δεν διστάζει να περιλάβει στα έθιμά της  πυροβολισμούς και άλλα ηχηρά μέσα. Η χαρμόσυνος βοή, ‘‘ἠχηρὰ καὶ κραταιὰ ἐν κρότοις πιστολισμῶν καὶ κροταλισμοῖς καψυλίων’’ μετέφερε παντού, ‘‘εἰς πόλεις καὶ δάση καὶ κοιλάδας καὶ πελάγη, εἰς γὴν καὶ οὐρανόν, τὸ πανευφρόσυνον Χριστὸς Ἀνέστη, ψαλλόμενον πανηγυρικῶς ἐν τῇ μικρᾷ τοῦ ναοῦ πλατείᾳ’’[28].
Ο Μωραϊτίδης έμμεσα μας προτρέπει να μην φύγει κανείς αλειτούργητος από την Εκκλησία την Ανάσταση, τονίζοντας την μεγάλη ευλογία της ‘‘λειτουργημένης’’ αναστάσιμης λαμπάδας. ‘‘Μετ᾿ ὀλίγον ρεῦμα φωτὸς ἐξεχύθη ἐν τῇ πλατείᾳ λαβὸν παντοίας ἀνὰ τὰς σκολιὰς ὁδοὺς διευθύνσεις. Ἔληξεν ἡ Λειτουργία καὶ οἱ πιστοὶ νησιῶται, κρατοῦντες ἀναμμένην τὴν λαμπάδα τοῦ Πάσχα, μετέβαινον ἐν ἀγαλλιάσει εἰς τοὺς οἴκους των νὰ φέρωσιν εἰς αὐτοὺς τὸ φῶς, τὴν χαράν, τὴν Ἀνάστασιν’’...‘‘ἕκαστος τῶν ὁποίων μετεβλήθη εἰς ναὸν ἑορτάζοντα’’[29].

Kων. Κουτούμπα
υποψ. διδ. Θεολογίας
αγιογράφου
καθ. βυζ. μουσικής


[1] . ‘‘Σήμερον ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡμᾶς συνήγαγε’’, ιδιόμελον του Εσπερινού της Κυριακής των Βαΐων, Τριώδιον, εκδ. «Φως», Αθήναι 1992, σ. 380.
[2] . Αλ. Παπαδιαμάντη, Λαμπριάτικος ψάλτης, τόμ. Β᾿, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1997, σ. 517.
[3] . Αλ. Παπαδιαμάντη, Παιδική Πασχαλιά, τόμ. Β᾿, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1997, σ. 171.
[4] . Όπ. π., σ. 172.
[5] . Όπ. π.
[6] .  Αλ. Παπαδιαμάντη, Η τελευταία βαπτιστική, τόμ. Β᾿, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1997, σ. 91.
[7] . Όπ. π., Παιδική Πασχαλιά, σσ. 172-173.
[8] . Όπ. π., σ. 173.
[9] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Α΄, Άρατε πύλας,  εκδ. «Γνώση και Στιγμή», σ.  180.
[10] . Όπ. π.
[11] . Όπ. π., σ. 181.
[12] . Όπ. π., σ. 178.
[13] . Ιερόν Κελλίον Ευαγγελισμού Καρυών Αγίου Όρους, Αγιορειτικόν Τυπικόν της Εκκλησιαστικής Ακολουθίας, εκδ. «Καστανιώτη», Αθήνα 21997, σ. 218, υποσημ. 46. : ‘‘Αι ερωταποκρίσεις «Άρατε πύλας» κλπ. Δεν συνηθίζονται εν Αγίω Όρει…’’.
[14] . Αλ. Μωραϊτίδη, όπ. π., σ. 178.
[15] . Αλ. Παπαδιαμάντη, Λαμπριάτικος Ψάλτης, τομ. Β’, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1997, σ. 524.
[16] . Αλ. Παπαδιαμάντη, Εξοχική Λαμπρή, τομ. Β’, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1997, σ. 127 .
[17] . Αλ. Παπαδιαμάντη, Παιδική Πασχαλιά, τομ. Β’, εκδ. «Δόμος», Αθήνα 1997, σ. 174.
[18] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Β’, Ο κυρ-Μανωλάκης, εκδ. «Γνώση & Στιγμή», Αθήνα 1991, σσ. 31-32.
[19] . Όπ. π., σ. 33.
[20] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Α΄, Άρατε πύλας, σ. 173.
[21] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Β΄, Ο κυρ-Μανωλάκης, σ. 33.
[22] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Α΄, Άρατε πύλας, σ. 173.
[23] . Όπ. π.
[24] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Β΄, Ο κυρ-Μανωλάκης, σ. 33.
[25] . Όπ. π.
[26] . Όπ. π., σ. 171.
[27] . Όπ. π., σ. 172.
[28] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Β΄, Ο κυρ-Μανωλάκης, σ. 40.
[29] . Αλ. Μωραϊτίδη, Τα Διηγήματα, τόμ. Α΄, Άρατε πύλας, σ. 173.